ΒΡΥΟΚΑΣΤΡΟ ΚΥΘΝΟΥ - Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα αποτελέσματα της συστηματικής ανασκαφής στην αρχαία πόλη της Κύθνου (σημερινό «Βρυόκαστρο»), που πραγματοποιήθηκε φέτος από 26 Ιουνίου έως τις 4 Αυγούστου 2018.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα ευρήματα από τη συστηματική ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του αρχαίου λιμανιού, στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι» (το νησάκι στη «μύτη» της χερσονήσου, που ως τουλάχιστον την ύστερη αρχαιότητα πρέπει να ήταν συνδεδεμένη με την ακτή με στενό ισθμό).
Πρόκειται για την αποκάλυψη μιας τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα και ημικυλινδρική αψίδα, η οποία έχει δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις, μια παλαιοχριστιανική και μια μεταγενέστερη (ίσως του 7ου - 8ου αιώνα), ενός κτηρίου μήκους 80 μ. περίπου, που αποτελείται από τουλάχιστον 15 ορθογώνια δωμάτια σε παράταξη και ισχυρούς εξωτερικούς τοίχους που εξυπηρετούσαν πιθανότατα και αμυντικούς σκοπούς, καθώς και δυο πύργων. Επίσης, εντοπίστηκαν δεκάδες ορθογώνιοι χώροι, εν μέρει λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, για τους οποίους η ως τώρα έρευνα δείχνει χρήση τουλάχιστον ως την ύστερη αρχαιότητα, καθώς και θραύσματα κεραμεικής και εργαλείων από οψιανό της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.
«Για πρώτη φορά με βεβαιότητα τεκμηριώθηκε Πρωτοκυκλαδική εγκατάσταση στη βραχονησίδα (σσ. 3η χιλιετία π. Χ.) [...]. Δεν αποκλείεται κάποιοι από τους λαξευμένους χώρους να ανάγονται στην περίοδο αυτή. Εξαιρετικά σημαντική είναι η αναγνώριση για πρώτη φορά στην Κύθνο κεραμεικής της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου (σσ. 12ο αι. π. Χ.). Φαίνεται λοιπόν ότι η θέση κατοικήθηκε ύστερα από περίοδο εγκατάλειψης ξανά στον 12ο αιώνα π.Χ., ίσως μάλιστα αδιάκοπα έκτοτε, αφού όλες οι χρονολογικές περίοδοι αντιπροσωπεύονται με ευρήματα, από την Πρωτογεωμετρική περίοδο έως και τα μέσα περίπου του 7ου μ.Χ. αιώνα (η τελευταία χρονολόγηση σύμφωνα με τα πρώτα πορίσματα της μελέτης της Χαρίκλειας Διαμαντή), που η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά.Η αρχική μάλιστα σκέψη, που βασιζόταν στα πορίσματα της επιφανειακής έρευνας, ότι ο πυρήνας της αρχικής κατοίκησης της αρχαίας πόλης ήταν η βραχονησίδα και ότι εδώ συρρικνώθηκε η πόλη στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο, λίγο πριν εγκαταλειφθεί οριστικά και οι εναπομείναντες κάτοικοί της μετακινηθούν στην οχυρή ακρόπολη γνωστή σήμερα ως το Κάστρο της Ωριάς, επιβεβαιώνεται».
Τα παραπάνω αναφέρει, μεταξύ άλλων, ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδωνως προς τα αποτελέσματα της φετινής ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπό την διεύθυνση του καθηγητή Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος και του Διευθυντή της Εφορείας Δρος Δημήτρη Αθανασούλη.
Σημειώνεται ότι φέτος, τις δύο πρώτες εβδομάδες ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στην αρχαία δεξαμενή της Άνω Πόλης στο Βρυόκαστρο, ενώ τις τέσσερις επόμενες πραγματοποιήθηκε ανασκαφή στην περιοχή του αρχαίου λιμανιού, στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι». Παράλληλα, ολοκληρώθηκαν οι στερεωτικές εργασίες στο ιερό του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος (ανασκαφή 2002-2006) από τον συντηρητή του ΥΠΠΟΑ Γιώργο Καράμπαλη.
Πιο συγκεκριμένα, στο Μεσαίο Πλάτωμα στην Άνω Πόλη, προσαρτημένη στη ΝΑ γωνία του λατρευτικού Κτηρίου 1 των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων, υπάρχει απιόσχημη δεξαμενή, λαξευμένη στο φυσικό βράχο, η οποία ερευνήθηκε συστηματικά το 2016-17 αποκαλύπτοντας πολυάριθμα ευρήματα, όπως μαρμάρινα γλυπτά και ενεπίγραφες στήλες που επέτρεψαν να ταυτιστεί το ιερό με το Ασκληπιείο και Αφροδίσιο των Κυθνίων. Από τον πυθμένα της προέρχονται πολλά ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως ένας ακέραιος χάλκινος κάδος, καθώς και μεγάλος αριθμός άβαφων αγγείων άντλησης νερού που σχετίζονται με την τελευταία περίοδο χρήσης της, στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. «Από το «μπάζωμα» της δεξαμενής προήλθαν και φέτος αρκετά θραύσματα από την ανωδομή του παρακείμενου κτηρίου, όπως δύο ηγεμόνες κέραμοι που απολήγουν σε ανθέμιο και θραύσματα δωρικών κιονοκράνων και σφονδύλων κιόνων, από κογχυλιάτη λίθο. Συλλέχτηκαν επίσης αρκετά θραύσματα μαρμάρινων γλυπτών, μεταξύ αυτών δύο ακέραιες παιδικές κεφαλές (ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, κλασικών χρόνων), μικρή κεφαλή Αφροδίτης ελληνιστικής περιόδου, και πήλινη κεφαλή Δήμητρας από μεγάλων διαστάσεων ειδώλιο, όψιμων κλασικών χρόνων», συμπληρώνει η ανακοίνωση.
Ως προς την τρίκλιτη βασιλική, που βρέθηκε στο μέσον περίπου της βραχονησίδας, γνωστοποιήθηκε ότι είναι συνολικών διαστάσεων 16 Χ 12,50 μ., με πρόσβαση από δύο παράπλευρες εισόδους στο νάρθηκα.«Σε β' φάση φαίνεται ότι προστέθηκε αψίδα στον ανατολικό τοίχο του νότιου κλίτους, και κτίστηκε ένα πρόσκτισμα σε επαφή με το βόρειο κλίτος, διαστ. 5 Χ 3,60 μ. Κατά τόπους στους τοίχους παρατηρούνται μαρμάρινα spolia», προσθέτει η ανακοίνωση, τονίζοντας ότι «σε όλες τις διαταραγμένες επιχώσεις υπήρχε έντονη παρουσία κεραμεικής των γεωμετρικών χρόνων».
Ως προ το συγκρότημα (Κτήριο 2) με τα τουλάχιστον 15 δωμάτια, που εντοπίστηκε ανατολικά της βασιλικής, οι έρευνες έδειξαν ότι «οι επιμήκεις εξωτερικοί τοίχοι του συγκροτήματος είναι ισχυροί με σχετικά μεγάλο πλάτος (γύρω στο ένα μέτρο)», γεγονός που κάνει τους ανασκαφείς να υποθέτουν ότι εξυπηρετούσε και αμυντικούς σκοπούς. «Μάλιστα, στο μέσον περίπου του μήκους του κτιρίου παρατηρείται ορθογώνιο έξαρμα πλ. 5,50 και μήκους 7 μ., που αναμφίβολα ταυτίζεται με προμαχώνα ή πύργο. Ισχυρή οχυρωματική κατασκευή («πύργος») αποκαλύφθηκε και στο νότιο άκρο του οικοδομικού συγκροτήματος», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση.
Τέλος, στο νότιο πλάτωμα της βραχονησίδας, 23 μ. ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας, παρατηρήθηκαν δεκάδες ορθογώνιοι χώροι, εν μέρει λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, ορισμένοι από τους οποίους φαίνεται ότι ήταν ημιυπαίθριοι. Φέτος ερευνήθηκαν τέσσερις από αυτούς, ενώ η τελευταία περίοδος χρήσης του ενός εξ αυτών «τοποθετείται στην ύστερη αρχαιότητα αλλά υπάρχουν ενδείξεις και εδώ ότι η αρχική χρήση του χώρου ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο. Μέσα στις σχισμές του φυσικού βράχου συλλέχτηκαν κεραμεική και εργαλεία από οψιανό της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, ενώ από τις επιχώσεις προήλθε κεραμεική από το τέλος της Εποχής του Χαλκού έως και τη ρωμαϊκή. Λίγα θραύσματα πήλινων ειδωλίων των κλασικών χρόνων, καθώς και μικκύλα αγγεία, ίσως μαρτυρούν την παρουσία ενός ιερού σε άμεση γειτνίαση», πληροφορεί η ανακοίνωση.
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε από τον Τομέα Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπό την διεύθυνση του καθηγητή Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος και του διευθυντή της Εφορείας δρος Δημήτρη Αθανασούλη. Εκτός από τους παραπάνω φορείς, τις έρευνες στηρίζουν η ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, ο δήμος Κύθνου και κυρίως ο γενναιόδωρος χορηγός Αθανάσιος Μαρτίνος. Πολύτιμη υπήρξε η συμμετοχή των φοιτητών της αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και άλλων πανεπιστημίων και των εθελοντών των σπηλαιολογικών συλλόγων «ΣΠΕΛΕΟ» και «ΧΕΙΡΩΝ».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ