ΚΕΑ - Αρχαία περιττώματα από προϊστορικούς τάφους στην Κέα έδωσαν τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα για τους παρασιτικούς σκώληκες που περιγράφηκαν πριν από 2.500 χρόνια στα γραπτά του Ιπποκράτη - τα σημαντικότερα έργα της κλασικής ιατρικής.
Βρετανοί και Έλληνες επιστήμονες ανακάλυψαν αυγά παρασιτικών σκουληκιών μέσα σε αρχαία κόπρανα που βρέθηκαν σε ανασκαφές τάφων στις τοποθεσίες Αγία Ειρήνη και Κεφάλα της νήσου Κέας. Πρόκειται πιθανότατα για τα ίδια παράσιτα που αναφέρει ο Ιπποκράτης πριν από 2.500 χρόνια. Είναι η πρώτη φορά που ανακαλύπτονται απτές ενδείξεις σε νησί του Αιγαίου γι' αυτά τα παράσιτα που αναφέρονταν στα αρχαιοελληνικά ιατρικά κείμενα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Πιρς Μίτσελ και την Εβιλένα Αναστασίου του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αρχαιολογικής επιστήμης «Journal of Archaeological Science», μελέτησαν με σύγχρονα μικροσκόπια χώμα από αποσυνθεμένα κόπρανα, που βρέθηκε στην επιφάνεια 25 πυελικών οστών σκελετών σε τάφους της νεολιθικής εποχής (4η χιλιετία π.Χ.), της εποχής του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.) και της ρωμαϊκής περιόδου (146 π.Χ. - 330 μ.Χ.).
Η μελέτη αποκάλυψε σε τέσσερις από τους 25 σκελετούς (ποσοστό 16%) ότι μέσα στα αρχαία κόπρανα υπήρχαν υπήρχαν αυγά από δύο είδη εντερικών παρασιτικών σκωλήκων (έλμινθες): την ασκαρίδα (Ascaris lumbricoides) μήκους έως 30 εκατοστών και την τριχουρίδα (Trichuris trichiura) μήκους τριών έως πέντε εκατοστών. Το πρώτο παράσιτο βρέθηκε σε δείγματα από την εποχή του Χαλκού και μετά, ενώ το δεύτερο από τη νεολιθική εποχή και μετά.
Στα κείμενά του ο Ιπποκράτης και οι μαθητές τον 4ο και τον 3ο αιώνα π.Χ., περιγράφοντας τις ασθένειες και ειδικότερα τα παράσιτα που ταλαιπωρούσαν τους αρχαίους Έλληνες, αναφέρουν τρία είδη σκωλήκων του εντέρου: τη στρογγυλή έλμινθα (μεγάλο στρογγυλό σκουλήκι), την πλατιά έλμινθα (μεγάλο πλατύ σκουλήκι, πιθανώς η σημερινή «ταινία») και την ασκαρίδα (μικρό στρογγυλό σκουλήκι).
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αν και έχουν κατά καιρούς ανασκαφεί πολλά αρχαιοελληνικά αποχωρητήρια, συνήθως δεν έχουν ληφθεί δείγματα για να γίνει ανάλυση παρασίτων. Έτσι, μέχρι τώρα οι αρχαιολόγοι, οι ιστορικοί και οι άλλοι επιστήμονες μόνο εικασίες μπορούσαν να κάνουν για τα είδη των παρασίτων που περιγράφονταν από τους αρχαίους γιατρούς.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι η έρευνά τους έφερε στο φως μερικά από αυτά τα είδη των ιπποκρατικών παρασίτων. Πιστεύουν ότι η ασκαρίδα που βρέθηκε στην Κέα, είναι το ίδιο παράσιτο που περιγράφεται στα αρχαία ιατρικά κείμενα ως έλμινθα στρογγυλή.
Οι λοιμώξεις από τέτοια εντερικά παράσιτα αναφέρεται ότι προκαλούσαν διάφορα συμπτώματα όπως εμετούς, διάρροια, πυρετό, ρίγη, καούρα, πρήξιμο στο στομάχι κ.α. Ως θεραπεία χορηγείτο συνήθως ένα μίγμα με βότανα (όπως το σέσελι), νερό και μέλι.
«Η ανακάλυψη αυγών εντερικών παρασίτων τόσο νωρίς όσο η νεολιθική περίοδος στην Ελλάδα αποτελεί σημαντική πρόοδο στο πεδίο μας. Πρόκειται για την αρχαιότερη εύρεση παρασιτικών σκωλήκων στην αρχαία Ελλάδα» δήλωσε η Ε.Αναστασίου. Στην έρευνα συμμετείχε επίσης από ελληνικής πλευράς η Αναστασία Παπαθανασίου της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος, με βάση τα νέα ευρήματα, πόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αρχαίας Ελλάδας και ιδίως του Αιγαίου έπασχε από παρασιτικές εντερικές λοιμώξεις. Θεωρούν πάντως αξιοσημείωτο ότι, καθώς η μελέτη των δειγμάτων τους κάλυψε ένα χρονικό διάστημα άνω των 4.000 ετών, ανιχνεύθηκαν μόνο δύο είδη παρασίτων. 'Αλλες έρευνες στη Βόρεια Ευρώπη και στην Κύπρο έχουν εντοπίσει μια μεγαλύτερη ποικιλία αρχαίων παρασίτων.
Τα δύο είδη που εντοπίσθηκαν στην Κέα, είναι παράσιτα, τα οποία εξαπλώνονται συνήθως μετά από μόλυνση των χεριών, των υδάτων ή της τροφής με ανθρώπινα κόπρανα, ιδίως στους αγροτικούς πληθυσμούς με κακές συνθήκες υγιεινής. Και τα δύο παράσιτα, η ασκαρίδα (που προκαλεί τη λοίμωξη ασκαρίαση) και η τριχουρίδα (που προκαλεί την λοίμωξη τριχουρίαση), θεωρούνται ότι έχουν μολύνει τους ανθρώπους από τα βάθη της εξέλιξης, συνεπώς είναι πιθανό να μεταφέρθηκαν στην Κέα από τους πρώτους κατοίκους της.
Πηγή: University of Cambridge