ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ – ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ «ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ»
1. Προκασσάνδρειο πόλισμα και νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων στις παρυφές της αρχαίας Θεσσαλονίκης (Αμαξοστάσιο Πυλαίας, Σταθμός Φλέμινγκ)
Το 2012, με αφορμή τις εκσκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο «Αμαξοστάσιο» της βασικής γραμμής του Μετρό, στην Πυλαία, ήρθε στο φως προκασσάνδρειο πόλισμα του 4ου αι. π.Χ. Ερευνήθηκε έκταση 31 στρεμμάτων και αποκαλύφθηκε τμήμα της πόλης, η οποία ήταν οργανωμένη με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, στα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Όλυνθο και Πέλλα. Τα πολυάριθμα ευρήματα παραπέμπουν σε ένα ακμαίο οικισμό με ισχυρή οικονομία και αναπτυγμένες κοινωνικοπολιτικές δομές. Η μεγάλη ανάπτυξή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., η οποία όμως διακόπτεται από την ίδρυση της πόλης της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., οπότε και εγκαταλείπεται.
Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων (2ος-4ος αι. μ.Χ.) που ερευνήθηκε στα όρια του Σταθμού Φλέμινγκ και μας αποκάλυψε πτυχές ενός άγνωστου μέχρι τώρα οικισμού, στις παρυφές της αρχαίας Θεσσαλονίκης.
2. Η ανατολική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης (Σταθμός Σιντριβάνι)
Στο πλαίσιο των εργασιών της κατασκευής του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης, στους σταθμούς Σιντριβάνι, Διασταύρωση Τροχιογραμμών και Πανεπιστήμιο,η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε μεγάλο τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της πόλης, όπως επίσης και τρίκιλιτη κοιμητηριακή Βασιλική στη θέση παλαιότερου κτηρίου με ψηφιδωτά δάπεδα. Συγκεκριμένα έφερε στο φως χιλιάδες ταφικά μνημεία (3000) τα οποία ήρθαν να εμπλουτίσουν την μέχρι τώρα γνώση μας για την οργάνωση και τη συνεχή χρήση του χώρου από την Ελληνιστική περίοδο έως και την Ύστερη αρχαιότητα. Οι τάφοι ανήκουν σε διαφόρους τύπους, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημοι, εγχυτρισμοί, βωμοί, βωμοειδείς κατασκευές, καμαροσκεπείς απλοί ή δίδυμοι, ήταν κτερισμένοι με αγγεία πήλινα και γυάλινα, πήλινα ειδώλια, χρυσά και αργυρά κοσμήματα και νομίσματα.
3. Η οργάνωση του αστικού χώρου από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας (Σταθμός Αγίας Σοφίας και Σταθμός Βενιζέλου)
Οι ανασκαφές που διεξάγονται στους δύο σταθμούς εντός του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, στον Σταθμό Αγίας Σοφίας και στον Σταθμό Βενιζέλου, συμπληρώνουν τον τοπογραφικό χάρτη της πόλης, στο ύψος της διαχρονικά κύριας οδικής αρτηρίας, της σημερινής οδού Εγνατίας. Τα ευρήματα σκιαγραφούν την πολεοδομική οργάνωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας.
Η πόλη σχεδιάστηκε στα πρότυπα των ελληνιστικών κέντρων της Ανατολής, με το λεγόμενο ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Δρόμοι, κάθετοι μεταξύ τους, διαμορφώνουν οικοδομικές νησίδες με κτίσματα οικιστικής και εργαστηριακής χρήσης. Ο ίδιος σχεδιασμός διατηρείται και στους ρωμαϊκούς χρόνους, με μετασκευές μικρής κλίμακας στην κάτοψη των κτισμάτων. Στον 4ο αι. μ.Χ. οι μαρμαρόστρωτοι πλέον δρόμοι πλαισιώνονται από κιονοστήρικτες στοές και εκατέρωθεν αυτών ανεγείρονται μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, εντοίχιο γραπτό διάκοσμο, ορθομαρμαρώσεις και opus sectile. Την ίδια εποχή, βορείως του decumanus, στη συμβολή με τον cardo της οδού της Αγίας Σοφίας, κατασκευάζεται κρηναίο οικοδόμημα/νυμφαίο που εμφανίζει επάλληλες οικοδομικές φάσεις. Δραστική επέμβαση στον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης συντελείται στον 6ου αι.: ο μαρμαρόστρωτος decumanus διαπλατύνεται, τα παλαιότερα οικοδομήματα ισοπεδώνονται και στη θέση τους διαμορφώνονται πλακόστρωτες πλατείες στα κεντρικά σταυροδρόμια της πόλης. Οι επιβλητικές αυτές αρχιτεκτονικές διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου -πλατείες, στοές και κρήνες/νυμφαία- στην πορεία των κεντρικών οδών αποτελούν την τελευταία μνημειακή εικόνα της ύστερης αρχαιότητας.
4. Από τις βυζαντινές αγορές έως τη Θεσσαλονίκη της πυρκαγιάς (Σταθμός Αγίας Σοφίας και Σταθμός Βενιζέλου)
Η ανασκαφική έρευνα στους δύο σταθμούς του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης αποκάλυψε τμήματα της βυζαντινής αγοράς κατά μήκος της κεντρικής οδού, της λεγόμενης Λεωφόρου ή Μέσης των Βυζαντινών. Αποκαλύφθηκε η κεντρική χαλικόστρωτη οδός των βυζαντινών χρόνων, στο ίχνος του παλαιότερου decumanus maximus με μέσο πλάτος 5,5 έως 6,5μ. Νέοι δρόμοι με ευθύγραμμη, ελικοειδή και διαγώνια πορεία χαράσσονται ή υφιστάμενοι αλλάζουν πορεία ορίζοντας παράλληλα και την έκταση των οικοδομικών νησίδων. Οι νησίδες από λασπόκτιστα κτήρια κατέλαβαν τον δημόσιο χώρο, τα πεζοδρόμια και τις στοές της ύστερης αρχαιότητας. Πρόκειται για εργαστήρια και καταστήματα μιας αγοράς όπου παράγονταν κοσμήματα, είδη μεταλλοτεχνίας, υαλουργίας, κεραμικά κ.ά. Πλινθόκτιστες κατασκευές, κλίβανοι, πάγκοι εργασίες, μαζί με εργαλεία, μήτρες κατασκευής κοσμημάτων, ημιτελή κεραμικά, τριποδίσκους, πιστοποιούν την παραγωγική χρήση των χώρων σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
Κατά την οθωμανική περίοδο οι πολεοδομικές αλλαγές που διαπιστώθηκαν δεν φαίνεται να είναι ριζικές. Άλλωστε τα οικοδομικά κατάλοιπα βρέθηκαν διαταραγμένα από τα υπόγεια των κτηρίων των νεότερων χρόνων.
Το ανώτερο στρώμα που εντοπίστηκε και στους δύο σταθμούς έδωσε στοιχεία για την πολεοδομική οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας (β΄ μισό του 19ου αι. κ.ε.),. που σηματοδοτείται από πολεοδομικές αλλαγές με στόχο τη δημιουργία μιας πόλης σχεδιασμένης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα κτήρια που ανεσκάφησαν, κυρίως υπόγεια, βρέθηκαν κατεστραμμένα από την πυρκαγιά του 1917 που κατέκαψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε το εφαλτήριο για το σχεδιασμό της σύγχρονης πόλης.
5. Η δυτική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης και ο περιαστικός χώρος (Σταθμός Δημοκρατίας και Διακλάδωση Σταυρούπολης, Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός)
Οι σταθμοί στα δυτικά χωροθετούνται στην εκτός των τειχών ύπαιθρο χώρα της Θεσσαλονίκης. Η ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη τμηματικά ανά περιόδους, κατά τα έτη 2009 – 2012, 2016 -2017, οπότε και ολοκληρώθηκε, συμπλήρωσε τη γνώση μας διαχρονικά από τον 3ο π.Χ. αι. μέχρι τους νεώτερους χρόνους για την χωροταξική εξέλιξη της περιαστικής δυτικής ζώνης.
Τη χωροοργάνωση της περιοχής υπαγόρευσαν δύο παράμετροι: η διέλευση της κύριας οδικής αρτηρίας, της γνωστής ρωμαϊκής Εγνατίας οδού που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Πέλλα, και οι διαρρέοντες χείμαρροι. Επάλληλα χαλικόστρωτα και χωμάτινα καταστρώματα της οδού, που έφθανε έξω από τη Χρυσή Πύλη διασχίζοντας τον κεραμήσιο κάμπο και το νεκροταφείο, εντοπίστηκαν κάτω από τη σημερινή οδό Μοναστηρίου, Το τμήμα της δυτικής αρχαίας νεκρόπολης που αποκαλύφθηκε στα όρια του Σταθμού Δημοκρατίας, στη Διασταύρωση τροχιογραμμών Σταυρούπολης και στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό είναι παρόδιο και αναπτύχθηκε κατά μήκος της βόρειας πλευράς του οδικού αυτού άξονα. Οργανωμένο σε συστάδες περιλαμβάνει ποικιλία τάφων και βωμοειδών κατασκευών -συνήθως εντός ταφικών περιβόλων, εξασφαλίζοντας χώρους για νεκρώσιμες τελετές και προσφορές. Ξεχωρίζουν μαρμάρινες σαρκοφάγοι και πολυτελή ταφικά κτίσματα του 2ου μ.Χ., 3ου και 4ου μ.Χ. αι. Η διάρκεια χρήσης της νεκρόπολης καλύπτει μια μακρά περίοδο από τον 3ο αι π.Χ. έως και τα μέσα του 4ου μ.Χ. αι., οπότε και οργανώνονται τα χριστιανικά κοιμητήρια γύρω από πυρήνες με λατρευτικά κτίσματα, ναούς και μαρτύρια. Μεταγενέστερα, και κυρίως από τον 6ο αι. μ.Χ. συνεχίζονται σποραδικοί ενταφιασμοί. που δεν συνιστούν οργανωμένο νεκροταφείο.
Η ανασκαφή στο σταθμό και τις εισόδους της Πλατείας Δημοκρατίας, στις παρυφές της νεκρόπολης, λίγα μόλις μέτρα έξω από τα δυτικά τείχη, έφερε στο φως εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε από την ύπαιθρο χώρα στην Χρυσή Πύλη, μεγάλα συγκροτήματα κρατικών αποθηκών κρασιού και λαδιού (πιθεώνας) και εργαστηρίων της ύστερης αρχαιότητας. Πάνω στα ερείπια του πιθεώνα, ιδρύθηκε τον 5ο αι. ναός τετράγωνης κάτοψης με ταφικό πρόσκτισμα, αποθήκες και εργαστήρια. Στα τέλη του 6ου αι. – αρχές του 7ου αι. ο ναός και οι εγκαταστάσεις του καταστρέφονται ολοσχερώς και εγκαταλείπονται. Ανάμεσα στα καθαγιασμένα ερείπιά του διανοίγονται σποραδικές ταφές. Η οικοδομική δραστηριότητα περιορίζεται στα νότια. Στους μετέπειτα αιώνες η περιοχή παραμένει αδόμητη, όχι τυχαία, άλλωστε, ονομαζόταν από τους Οθωμανούς Ҫayir, δηλαδή Λιβάδι ή Λιβάδια. Μόλις τον όψιμο 19ο αι. θα επανακτήσει την εμπορικό της χαρακτήρα, όταν στον άξονα της Λεωφόρου Μοναστηρίου χτίζονται χάνια, καταστήματα και αποθήκες.
Πηγή: ΥΠΠΟΑ