ΚΟΙΜΗΣΗ ΘΗΡΑΣΙΑΣ - Από τις 4 έως τις 30 Αυγούστου 2021 πραγματοποιήθηκε η 7η περίοδος συστηματικής ανασκαφής στη θέση Κοίμηση στη Θηρασία. Η ανασκαφή αφορά τη διερεύνηση του Πρωτοκυκλαδικού και Μεσοκυκλαδικού οικισμού που βρίσκεται γύρω από το μοναστήρι της Κοίμησης στο νότιο άκρο του νησιού, στα όρια του γκρεμού της καλντέρας, που δημιουργήθηκε από τη μεγάλη μινωική έκρηξη του 16ου αιώνα π.Χ. (εικ. 1).
Στη φετινή ανασκαφική περίοδο οι εργασίες επικεντρώθηκαν σε δύο σημεία. Το πρώτο και κυριότερο ήταν στη βορειοδυτική περιοχή του οικισμού, όπου την προηγούμενη ανασκαφική περίοδο είχαν φανεί πολύ ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι σε ύψος σχεδόν δύο μέτρων, δύο εσωτερικοί χώροι κτιρίων (Χ1, Χ2), από τους οποίους ο ένας με θρανίο και ένας εξωτερικός αύλειος χώρος, επίσης με θρανίο. Η κάλυψη του τμήματος αυτού του οικισμού κάτω από τα στρώματα της έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης συνέβαλε στην εξαιρετική διατήρηση των οικιστικών καταλοίπων (εικ. 2). Οι παραπάνω χώροι ανασκάφηκαν πλήρως και έτσι διευκρινίστηκαν θέματα μορφής και φύσης τους αλλά και θέματα χρονολογικά, με την παρουσία μεσοκυκλαδικών στρωμάτων, αλλά και με την παρουσία πρωτοκυκλαδικών φάσεων διαφόρων περιόδων, που σε μερικά σημεία φθάνουν πιθανώς στις αρχές της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Επίσης ανασκάφηκε ένας νέος χώρος προς τα νότια σε επαφή με το σημερινό χείλος του γκρεμού δείχνοντας έως πού έφτασε η ηφαιστειακή κατακρήμνιση. Ο τελευταίος αυτός χώρος επικοινωνεί μέσω θύρας με στενό επίμηκες δωμάτιο της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Κοντά σε αυτή τη θύρα, σχεδόν στο κατώφλι, βρέθηκε το 2019 σφράγισμα με σημεία γραφής.
Ο εσωτερικός χώρος του κτηρίου του θρανίου (Χώρος 2), όπου υπήρχε σημαντικότατη μεσοκυκλαδική απόθεση, έδωσε τις μεγαλύτερες εκπλήξεις. Ολοκληρώνοντας την ανασκαφή του χώρου προς τα βόρεια και ανατολικά αποκαλύφθηκε ότι αποτελεί ένα δεύτερο ελλειψοειδές κτίσμα μετά από αυτό που είχε αποκαλυφθεί παλαιότερα στο νοτιοανατολικό τμήμα του οικισμού Σε γενικές γραμμές έχει την ίδια μνημειακή μορφή και παρόμοιο προσανατολισμό, ενώ η αψίδα εγκιβωτίζεται σε δύο λιθοσωρούς ένθεν και ένθεν, πιθανότατα αναλημματικούς (εικ. 3). Το κτίσμα είναι αισθητά μεγαλύτερο, σώζεται σε μεγάλο ύψος και διαθέτει εγκάρσια κατασκευή που καταλαμβάνει το άκρο της αψίδας.
Στην υπαίθρια αυλή, στην οποία ανοίγει το παραπάνω κτίσμα και όπου καταλήγει κλιμακωτή δίοδος που ακολουθεί την ισοϋψή από τα ανατολικά προς τα δυτικά, συμπληρώθηκε επίσης η ανασκαφή. Φάνηκαν οι προεκτάσεις της, οριοθετήθηκε το άνδηρο που την ορίζει προς τα νότια, αποκαλύφθηκαν επιπλέον βαθμίδες στη δίοδο και ένα άλλο θρανίο στη βόρεια πλευρά της αυλής. Ενδιαφέροντα ήταν και τα ευρήματα της αυλής με πολλά λίθινα εργαλεία, οψιανούς και μεγάλες μυλόπετρες. Ήταν καταφανώς χώρος εργασίας. Η κεραμική ήταν κυρίως Μεσοκυκλαδική αλλά και με διάσπαρτη παρουσία της Πρωτοκυκλαδικής. Υπήρχαν και ορισμένα κατάλοιπα υφαντικών εργαλείων που υποδεικνύουν νηματουργικές και ενδεχομένως υφαντικές εργασίες.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της φετινής περιόδου είναι ότι διαφαίνεται κάποιος οχυρωματικός χαρακτήρας του μεγάλου εξωτερικού αναλημματικού τοίχου προς τα νοτιοδυτικά λόγω της γειτνίασης με κατασκευή που μοιάζει με πεταλόσχημο προμαχώνα. Αυτό ενισχύεται και από την εύρεση μικρής εξωτερικής κλίμακας στον μνημειώδη τοίχο, που οδηγεί προς το εσωτερικό και προς το πλάτωμα της κορυφής (εικ. 3). Δεδομένου ότι οι άλλοι κυκλαδικοί οικισμοί της περιόδου είναι τειχισμένοι, πιθανότατα αυτό συνέβαινε και στον οικισμό της Κοίμησης στη Θηρασία. Τέλος στην περιοχή των τριών ανδήρων που βλέπει στην ανατολική πλαγιά του λόφου έγινε μικρή τομή για την διακρίβωση της κατεύθυνσης της βαθμιδωτής διόδου που τέμνει κάθετα τα άνδηρα, ανεβαίνοντας την ανατολική πλαγιά προς την κορυφή του λόφου. Από ό,τι φαίνεται η δίοδος στρίβει προς τα βόρεια προς μία σειρά διαδοχικών φυσικών βράχων. Η κατεύθυνση αυτή του μικρού δρόμου υποδεικνύει ότι ο οικισμός εκτεινόταν και προς τα βορειοανατολικά, πίσω από το σημερινό μοναστήρι. Ο χρονολογικός ορίζοντας εδώ είναι αποκλειστικά πρωτοκυκλαδικός, όπως και στα παραπλήσια άνδηρα.
Η φετινή περίοδος αποτέλεσε μία φάση ωρίμανσης. Ερευνήθηκαν πιο διεξοδικά χώροι των οποίων είχε αρχίσει η ανασκαφή τον προηγούμενο χρόνο, αλλά με την ενδιάμεση μελέτη μπορέσαμε με πιο ώριμη ματιά να καταστρώσουμε ακριβέστερη στρωματογραφία με ευρύτερα συμφραζόμενα. Ο οικισμός της Κοίμησης, λίγο ασαφής ως προς τη μορφή στην αρχή, άρχισε να αποκτά χαρακτηριστικά πολεοδομικού σχεδιασμού, με τη ρυμοτομία του, τη σοφή διαμόρφωση των ανισόπεδων επιπέδων, τα πολλαπλά του ανοίγματα (εικ. 4). Σιγά σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε και τους ασύμμετρους κανόνες του. Η αρχιτεκτονική του συνίσταται σε μία εναλλαγή καμπυλοτήτων, ισχυρών τοίχων, αναλημμάτων, δαπέδων, θρανίων, ανοιγμάτων, εξεδρών με αινιγματικούς ρόλους, ηφαιστειακών βράχων. Ο οικισμός σκαρφαλώνει πεισματικά, πραγματικά και μεταφορικά, και μας καλεί να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη λογική και τη σκέψη μέσα από την ύλη.
Η ανασκαφή αποτελεί συνεργασία του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (Κώστας Σμπόνιας), του Πανεπιστημίου Κρήτης (‘Ίρις Τζαχίλη) και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων (Μάγια Ευσταθίου), με την επιστημονική συνεργασία της Κλαίρης Παλυβού (ΑΠΘ) καθώς και διεπιστημονικής ομάδας συνεργατών. Η ανασκαφική έρευνα και μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP).
1 Άποψη του λόφου της Κοίμησης (φωτ. Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου).