ΠΑΦΟΣ - Το Αρχαιολογικό Μουσείο Επαρχίας Πάφου ιδρύθηκε αμέσως μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου και άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1964 με δύο αίθουσες. Το Μουσείο επεκτάθηκε σε διαδοχικές φάσεις το 1965, 1977 και 1987. Αναβαθμίστηκε πλήρως με μια νέα μουσειολογική προσέγγιση το 2020, με συγχρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), στα πλαίσια του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα και Αειφόρος Ανάπτυξη» για την Προγραμματική Περίοδο 2014–2020.
Η έκθεση του Μουσείου περιλαμβάνει αντικείμενα από ανασκαφές στην Επαρχία Πάφου, τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά της εξέλιξης του πολιτισμού από την Επι-παλαιολιθική περίοδο μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή από τους πρώτους προϊστορικούς οικισμούς μέχρι την ίδρυση της Νέας Πάφου και την εξέλιξή της σε Μητρόπολη των κατά Κύπρον Πόλεων.
Η πορεία του επισκέπτη στο Μουσείο ακολουθεί μια χρονολογική εξέλιξη που σηματοδοτείται με διαφορετικούς χρωματισμούς των αιθουσών ανάλογα με την χρονολογική περίοδο, αλλά και διάφορες σημαντικές θεματικές ενότητες που χαρακτηρίζουν την κάθε εποχή.
Στην έναρξη της διαδρομής εκτίθενται ευρήματα από θέσεις της Επι-παλαιολιθικής (10500–9000 π.Χ.) και Νεολιθικής περιόδου (9000–3900 π.Χ.). Οι πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως στοιχεία για κάποιες από τις πρωιμότερες αρχαιολογικές θέσεις στην Κύπρο, όπως για παράδειγμα την ορεινή εγκατάσταση κυνηγών-τροφοσυλλεκτών Άγιος Ιωάννη-Ρουδιάς (11η–10η χιλιετία π.Χ.) και τα πηγάδια του οικισμού στην Κισόνεργα-Μυλούδια (9η χιλιετία π.Χ.), τα οποία θεωρούνται από τα αρχαιότερα στον κόσμο.
Η επόμενη φάση του κυπριακού πολιτισμού, η Χαλκολιθική περίοδος (3900–2500 π.Χ.), είναι μια από τις σημαντικότερες στην πολιτισμική εξέλιξη τόσο της Πάφου, όσο και της Κύπρου. Οι ανασκαφές οικισμών και νεκροταφείων στην Επαρχία Πάφου έχουν διαφωτίσει και εμπλουτίσει την περίοδο αυτή με σημαντικά ευρήματα από τις θέσεις Λέμπα-Λάκκοι, Κισόνεργα-Μοσφίλια, Σουσκιού-Βαθυρκάκας, μεταξύ άλλων. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τα πρωιμότερα αντικείμενα από κράμα χαλκού που έχουν εντοπιστεί στην Κύπρο αλλά και τα χαρακτηριστικά σταυρόσχημα ειδώλια. Μοναδική ανακάλυψη αποτέλεσε ο εντοπισμός εργαστηρίου κατασκευής σταυρόσχημων ειδωλίων από πικρόλιθο στη θέση Σουσκιού-Λαόνα. Η αναπαράσταση της λεγόμενης Οικίας των πίθων, που χρονολογείται στο τέλος της Χαλκολιθικής περιόδου (τέλος 3ης χιλιετίας π.Χ.) στον οικισμό Κισόνεργα-Μοσφίλια παρέχει στοιχεία για κοινότητες με πιο έντονη κοινωνική ιεράρχηση, δομημένη οικονομική οργάνωση και αυξημένες υπερπόντιες επαφές.
Η Πρώιμη και η Μέση Εποχή του Χαλκού (2500–1650 π.Χ.) εκπροσωπείται από ευρήματα από τον οικισμό Κισόνεργα-Σκαλιά και από κεραμική από το νεκροταφείο στις θέσεις Κισόνεργα-Αμμούδια και Κισόνεργα-Χοιρόμαντρες. Η εποχή χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας στο νησί, της γεωργίας και άλλων δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή, όπως η υφαντική τέχνη.
Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1650–1050 π.Χ.), μεγάλο κέντρο της περιοχής καθίσταται η Παλαίπαφος στο σημερινό χωριό Κούκλια, που αντιστοιχεί με την Πάφο των γραπτών πηγών της αρχαιότητας. Εκεί συγκεντρώνεται η παραγωγή και το εμπόριο χαλκού, αλλά και το ιερό της θεάς Αφροδίτης.
H ίδρυση ενός οχυρωμένου οικισμού στη θέση Μάα-Παλιόκαστρο, στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., πιθανόν να είχε ως στόχο τη διαχείριση της εκμετάλλευσης του χαλκού και του εμπορίου στις ιδιάζουσες περιστάσεις που επικρατούσαν κατά την «περίοδο κρίσης» στην Ανατολική Μεσόγειο όπως και την οριοθέτηση των συνόρων της Παλαιπάφου.
Η πόλη της Παλαιπάφου συνέχισε να αναπτύσσεται και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του νησιού. Οι επιρροές του Αιγαιακού πολιτισμού είναι εμφανείς, όπως αναδεικνύεται κυρίως από τις ταφές της Κυπρο-Γεωμετρικής περιόδου, όπου απαντώνται ταφικά έθιμα με παραλληλισμούς με τον Όμηρο. Στην έκθεση αναπαρίστανται δύο αντιπροσωπευτικοί πολυτελείς τάφοι της Κυπρο-Γεωμετρικής και Κυπρο-Αρχαϊκής περιόδου (11ος–8ος αι. π.Χ.), οι οποίες αντικατοπτρίζουν το κύρος της άρχουσας τάξης.
Σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της Εποχής του Σιδήρου (1050–310 π.Χ.) είναι η ανάδειξη των βασιλείων της Κύπρου, τα οποία είναι γνωστά από αρχαιολογικές ανασκαφές, επιγραφές, νομίσματα (τα οποία εμφανίζονται από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.), και από αρχαίες γραπτές μαρτυρίες. Η Κυπρο-Γεωμετρική (1050–750 π.Χ.), Κυπρο-Αρχαϊκή (750–480 π.Χ.) και Κυπρο-Κλασική (480–312 π.Χ.) περίοδοι, όταν η Παλαίπαφος ήταν η έδρα του ομώνυμου βασιλείου, εκπροσωπούνται στο μουσείο από χαρακτηριστικά δείγματα κεραμικής και από μια σειρά από αγάλματα, τα οποία είχαν αφιερωθεί ως πολυτελή αναθήματα στο ιερό της Παλαιπάφου. Πέραν του μεγάλου ιερού της Αφροδίτης, στην επικράτεια του βασιλείου υπήρχαν διάσπαρτα μικρά αγροτικά ιερά, από όπου προέρχεται ένα πλήθος αναθημάτων, κυρίως πήλινων ειδωλίων. Η γραφή που χρησιμοποιείται για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας στις αναθηματικές επιγραφές είναι η κυπρο-συλλαβική, η οποία έχει ως βάση τα σύμβολα της κυπρο-μινωικής γραφής. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι το τέλος των βασιλείων και σταδιακά, κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, αντικαταστάθηκε από την αλφαβητική γραφή.
Στην έναρξη της Ελληνιστικής περιόδου ιδρύεται η Νέα Πάφος (4ος αι. π.Χ.), η οποία ως πρωτεύουσα της Κύπρου, αποτελεί το νέο οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πλήθος των αμφορέων που έχουν βρεθεί είναι μια ένδειξη του εύρους των εμπορικών συναλλαγών της πόλης με ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είναι επίσης νομισματοκοπείο, όπου κόβονται νομίσματα από διάφορα μέταλλα και υποδιαιρέσεις νομισμάτων με ονόματα βασιλέων, που πολλές φορές δεν αναφέρονται στις αρχαίες πηγές.
Η συγκέντρωση πλούτου από την εύπορη κοινωνία των εμπόρων της πόλης καταγράφεται στα έργα τέχνης που κοσμούσαν τις πολυτελείς οικίες των αξιωματούχων της πόλης. Μαρμάρινα αγάλματα της θεάς Αφροδίτης και μια σειρά από μυθολογικές μορφές βρέθηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια. Μικρά πολυτελή αντικείμενα, όπως λεπτή κεραμική, γυάλινα δοχεία διαφόρων κατηγοριών, κοσμήματα, μικροτεχνήματα σε πολύτιμα μέταλλα, ελεφαντόδοντο και άλλα «εξωτικά» υλικά, αποτελούν τους μάρτυρες μιας εκλεπτυσμένης και ανθηρής κοινωνίας. Επίσης μεγάλος αριθμός ειδωλίων βρέθηκαν στην πόλη, είτε ως διακοσμητικά αντικείμενα, είτε ως αναθήματα σε δημόσια και οικιακά ιερά. Ανάμεσα στα μεταλλικά αντικείμενα που έχουν διασωθεί από την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο, συγκαταλέγονται έργα τέχνης αλλά και μολύβδινες σφαίρες και ένα ξίφος από σίδηρο που πιθανόν ανήκαν στη φρουρά της Αγοράς, καθώς και ζυγιστικά βάρη και μια ζυγαριά για τον έλεγχο των συναλλαγών.
Τα ταφικά έθιμα κατά την Ελληνιστική (312–58 π.Χ.) και Ρωμαϊκή περίοδο (58 π.Χ. – 395 μ.Χ.) ταυτίζονται με εκείνα του ευρύτερου ελληνικού χώρου και συμπεριλαμβάνουν πολυτελείς σαρκοφάγους, στήλες ελληνικού τύπου και επιτύμβια αγάλματα. Επιπλέον, έχει διασωθεί ένας τεράστιος και μοναδικός πλούτος αρχαίας ζωγραφικής τέχνης. Σημαντικά παραδείγματα αποτελούν η διακόσμηση του εσωτερικού των πολυτελών τάφων αλλά και οικιών της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου της Πάφου.
Μια αίσθηση του εσωτερικού των πολυτελών κατοικιών δίνει η σειρά των τοιχογραφιών που απεικονίζουν τις Μούσες να περιβάλλουν πιθανότατα το θεό Απόλλωνα και κοσμούσαν την Οικία του Αιώνα (4ος αι. μ.Χ.), η οποία βρίσκεται σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Νέας Πάφου. Η αναπαράσταση κουζίνας της Ελληνιστικής/Ρωμαϊκής περιόδου δίνει μια εικόνα από την καθημερινή ζωή στην αρχαία Πάφο.
Επιπλέον, η Πάφος υπήρξε σημαντικό ιατρικό κέντρο κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως μαρτυρούν τα ιατρικά εργαλεία που βρέθηκαν σε τάφους ιατρών, αλλά και οι θερμοφόρες που μας διαφωτίζουν για τις θεραπευτικές μεθόδους που ήταν σε χρήση για την θεραπεία διαφόρων παθήσεων.
Τέλος, στο αίθριο του μουσείου, παρουσιάζεται η μεγαλύτερη επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη της Πάφου, τιμητική προς τους αυτοκράτορες Αντωνίνο Πίο και Μάρκο Αυρήλιο (2ος αι. μ.Χ.), οι οποίοι ανοικοδόμησαν το θέατρο της πόλης, το αρχαιότερο της Κύπρου.
Πηγή: Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου
Αρχαιολογικό Μουσείο Επαρχίας Πάφου (φωτ. Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου).