ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ - Η υπόθεση της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα και της επανένωσης του κορυφαίου μνημείου είναι μια μακρόχρονη διεκδίκηση που οφείλει να βασίζεται στις αρχές που τίθενται από την UNESCO, στην επιστημονική τεκμηρίωση, στην ηθική των Μουσείων, στις διακρατικές σχέσεις και στην ενημέρωση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και της διεθνούς κοινής γνώμης. Ως εκ τούτου, όπως όλες οι υποθέσεις που σχετίζονται με μνημεία, απαιτεί μακρό χρόνο, συνέπεια, επιστημονική μεθοδικότητα και συνέχεια.
Η σύνδεση του θέματος αυτού με το όριο της κυβερνητικής θητείας οποιουδήποτε κόμματος ή με κομματικές και προεκλογικές επιδιώξεις, είτε στην Ελλάδα είτε στη Βρετανία, μόνο κακό κάνει στην υπόθεση της διεκδίκησης.
Αντιθέτως, ο δρόμος που έχει χαραχθεί από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα, βασισμένος σε επιστημονικά πορίσματα, στη συνεπή στάση της χώρας μας στην UNESCO και η ενεργοποίηση των διεθνών επιτροπών για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, έχει φέρει την υπόθεση της διεκδίκησης πολλά βήματα μπροστά:
Η προσπάθεια που διαχρονικά έχει καταβάλει το Υπουργείο Πολιτισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχει φέρει αποτελέσματα στη διεθνή και στη βρετανική κοινή γνώμη, ώστε το αίτημα να μην διατυπώνεται μόνο από την Ελλάδα, αλλά να συντονίζεται με τις διεθνείς προσπάθειες ενάντια στη λεηλασία πολιτιστικών αγαθών, που δυστυχώς συνεχίζεται ακόμη και στις μέρες μας, ιδιαίτερα σε εμπόλεμες ζώνες.
Η διεκδίκηση είναι καρπός μακρόχρονης προσπάθειας, και είναι σημαντικό ότι γίνονται βήματα, όπως οι συνεχείς συστάσεις της UNESCO προς τη βρετανική πλευρά από το 1982 και εντεύθεν και η απόφαση της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO του 2021.
Η απόφαση του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης το 2006 να επιστρέψει το θραύσμα του λίθου VIII της βόρειας ζωφόρου του Παρθενώνα, που βρισκόταν στην πανεπιστημιακή συλλογή του, η απόφαση της Περιφέρειας της Σικελίας να επιστρέψει οριστικά το «θραύσμα Fagan» από τον λίθο VI της ανατολικής ζωφόρου και η πρόσφατη απόφαση του Πάπα να επιστρέψει οριστικά 3 θραύσματα που βρίσκονταν στο Μουσείο του Βατικανού, είναι τα παραδείγματα που δεικνύουν τον ηθικό και νόμιμο τρόπο για την επιστροφή των γλυπτών στο μνημείο, όπου ανήκουν.
Στη βάση όλων των παραπάνω, αλλά και σε συνέχεια των αποφάσεων που λήφθηκαν από την UNESCO το 2021 για την πρόσκληση της βρετανικής πλευράς σε διάλογο με την Ελλάδα για το επίμαχο ζήτημα, η ελληνική πολιτεία δεν νομιμοποιείται να προχωρήσει σε καμία συζήτηση για «δανεισμό», «ανταλλαγή» με άλλα σημαντικά εκθέματα και οποιαδήποτε άλλη άμεση ή έμμεση αναγνώριση «κυριότητας» στην επονομαζόμενη από τη βρετανική πλευρά «συλλογή Έλγιν».
Δεν νοείται ως «επιστροφή» οποιαδήποτε συμφωνία δανεισμού που θα αναγνωρίζει την κυριότητα στους Βρετανούς και θα προβλέπει ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα θα εκτεθούν στην Αθήνα για διάστημα 5 ή 10 ή 15 χρόνων και κατόπιν θα επιστρέψουν στο Βρετανικό Μουσείο! Αντιθέτως, οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία με το Βρετανικό Μουσείο, ευτελίζει και φαλκιδεύει το αίτημα για την οριστική επιστροφή, αίτημα που διατυπώνεται πλέον από την διεθνή και την βρετανική κοινή γνώμη.
Ακόμη χειρότερα όταν, στο βωμό τέτοιων σκοπιμοτήτων, τίθενται ως προτάσεις οι «ανταλλαγές» αμετακίνητων εκθεμάτων από άλλα Μουσεία, ο δανεισμός με ενέχυρο και προϋποθέσεις, ή άλλες καινοφανείς νομικές πρακτικές, όπως αυτές που είδαμε στην περίπτωση της Συμφωνίας για την επονομαζόμενη συλλογή Στερν, μια συμφωνία νομιμοποίησης προϊόντων αποδεδειγμένης αρχαιοκαπηλίας.
Σε αυτή τη κατεύθυνση, το ΥΠΠΟΑ οφείλει να προχωρήσει στην κατάργηση της διάταξης για μακροχρόνια εξαγωγή ευρημάτων από αρχαιολογικά μουσεία στο εξωτερικό (η διάταξη του Ν. 4761 που επιτρέπει την εξαγωγή συλλογών Μουσείων για 50 έτη) και να προχωρήσει άμεσα στην κατάρτιση και έγκριση του καταλόγου με τα αμετακίνητα ευρήματα των ελληνικών κρατικών αρχαιολογικών Μουσείων, όπως ζητεί με ψήφισμά της η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων της 13/5/2022.
Πηγή: ΣΕΑ