Ἡ ραγδαία ποσοτική αὒξηση τῆς καλλιτεχνικῆς παραγωγῆς τά τελευταῖα πέντε-δέκα χρόνια στό χῶρο τῶν εἰκαστικῶν τεχνῶν καί εἰδικώτερα στην Ἀθήνα, το πλῆθος τῶν γκαλερί πού φιλοξενοῦν ἀσταμάτητα νέους καί παλιούς ζωγράφους (πού εἶναι πρακτικά ἀδύνατον πλέον νά τούς παρακολουθήσεις) δίνουν τήν, ἒστω ὂχι ἀπατηλή, ἐντύπωση μιᾶς καλλιτεχνικῆς ἂνθησης, πού τροφοδοτεῖ μέ ἒργα τέχνης ἓνα ἀρκετά μεγάλο κοινό πού θέλω να πιστεύω ὃτι δέν εἶναι πιά ἐκεῖνο το γνώριμο τῶν δύο χιλιάδων ἀτόμων πού τριγύριζε στίς τρεῖς γκαλερί τοῦ «παλιοῦ καλοῦ καιροῦ». Ἡ κριτική πού γίνεται – συχνά περιστασιακά – τίς περισσότερες φορές δέν μᾶς κατατοπίζει γιά τά προβλήματα ἐκεῖνα πού κατευθύνουν αὐτή τήν πληθώρα τῶν ἒργων καί τίς τάσεις πού διαμορφώνουν τελικά τό πρόσωπο τῆς νεώτατης ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς. Στά ἑλληνικά πράγματα ἐπικράτησε μιά ἀσάφεια στίς κατευθύνσεις, μιά ἀμηχανία θἂλεγα κι ἓνας ἐκλεκτικισμός, μετά τόν χείμαρρο τῆς νεορεαλιστικῆς τέχνης πού εἶχε τεράστια ἐπίδραση στούς Ἓλληνες καλλιτέχνες, ἀπό τή στρατευμένη τέχνη μέχρι τόν ποιητικό ρεαλισμό – εἶδος πού πολύ καλλιεργήθηκε -, ἐπαληθεύοντας ὣς ἓνα σημεῖο τήν ἀγάπη τῶν Ἑλλήνων καλλιτεχνῶν γιά τη «μορφή», στοιχεῖο πού θέλουμε νά τό θεωροῦμε ἑλληνικό χαρακτηριστικό ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων…
Δημήτρης Μυταράς
Διαβάστε όλο το άρθρο Ανάτυπο PDF