Επιλογή Σελίδας

ΣΜΥΡΝΗ – Οι ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία Σμύρνη έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα το τελευταίο διάστημα.

Στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της πόλης, που βρίσκεται στην πλαγιά μεταξύ του Kadifekale και της Αγοράς, βρέθηκε ανάγλυφη πλάκα με παράσταση νεαρού Σατύρου που κρατά λαγοβόλο (κυνηγετικό ραβδί) στο αριστερό χέρι. Μέσα από τις εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στις περιοχές των ελληνιστικών πόλεων της Μικράς Ασίας έχει καταστεί εμφανές πως η θεατρική αρχιτεκτονική δραστηριότητα, που αναπτύχθηκε εκεί στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, κατά την ακόλουθη ρωμαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε περαιτέρω αποκτώντας παράλληλα έναν εμφανή τοπικό χαρακτήρα. Στα βασικά χαρακτηριστικά του αρχαιοελληνικού θεάτρου, στην πορεία της συγχωνεύτηκαν και τα πρωτοπόρα στοιχεία της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, δημιουργώντας έναν διακριτό τύπο θεατρικού οικοδομήματος. Κατά τον τρόπο αυτό, τα αρχαία θέατρα του μικρασιατικού χώρου παρουσιάζουν πολύπλευρο ενδιαφέρον, καθώς αντικατοπτρίζουν τόσο τη χρήση του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα, όσο και τις νέες πρακτικές που τα θεατρικά μνημεία χρειάστηκε να φιλοξενήσουν κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, μεταβάλλοντας, εκτός από τη μορφή τους και το ρόλο τους μέσα στις νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

 

Ο Σάτυρος με το λαγοβόλο, που βρέθηκε στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).

 

Ο Σάτυρος με το λαγοβόλο, που βρέθηκε στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).

 

Ο Σάτυρος με το λαγοβόλο, που βρέθηκε στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).

 

Από το 50-60 μ.Χ. οι πόλεις των μικρασιατικών παραλίων άρχισαν να ανθούν εκ νέου. Το ελληνικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας άρχισε να κερδίζει ολοένα σε περιωπή. Στις λαμπρότερες πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, τη Σμύρνη, την Έφεσο, την Πέργαμο, καλλιεργείται μια νέα σοφιστική κίνηση, που θα ανθίσει και στην Αθήνα - βεβαίως οι εκπρόσωποι της νέας αυτής ρητορείας έρχονται και από άλλες πόλεις και μάλιστα όχι μόνο ελληνικές. Πρόκειται για τη «Δεύτερη Σοφιστική», που θα παραμείνει ζωντανή για τουλάχιστον τρεις αιώνες - αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Φλάβιος Φιλόστρατος (περ. 165-244/249 μ.Χ.) στους Βίους σοφιστῶν, τη βασική μας πηγή για τη συγκεκριμένη κίνηση, για να διακρίνει τους ρήτορες στους οποίους αναφέρεται από τους σοφιστές του 5ου αι. Ωστόσο, είναι ο Erwin Rohde αυτός που θα χρησιμοποιήσει πρώτος τον όρο -όχι χωρίς να προκαλέσει την κριτική-, για να δηλώσει μια συγκεκριμένη περίοδο (από το 60 έως το 230 μ.Χ.): το διάστημα που ξεκινά με την αναβίωση της ασιανής ρητορείας, πριν από την κυριαρχία του αττικισμού από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Κατά την περίοδο αυτή, η Ανατολή, βιώνοντας την επανάκαμψη της ρητορικής και της φιλοσοφίας, την άνθηση της ελληνικής μυθολογίας και την επικράτησής της στην Τέχνη, επαναπροσδιορίζεται σε ένα συμβολικό – πνευματικό επίπεδο απέναντι στην κυριαρχία της Ρώμης.

Το θέατρο, ιδανικός τόπος για την προβολή του παρελθόντος και την έκφραση της τοπικής ταυτότητας και του γοήτρου μιας πόλης, υποδεχόταν το σύνολο των πολιτών της, υπηρετώντας διευρυμένο εύρος λειτουργιών. Οι αφηγηματικές σκηνές με ανάγλυφα δεν απαντούν ως διακοσμητικός τύπος στην ελληνική αρχιτεκτονική του θεάτρου της κλασικής εποχής. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή όμως, στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, ο ανάγλυφος διάκοσμος στην πρόσοψη των σκηνικών οικοδομημάτων γίνεται κοινός τύπος και ολόκληρες αφηγηματικές σκηνές σε ζωοφόρους εμφανίζονται σε θέατρα της Μικράς Ασίας. Τα ανάγλυφα των θεάτρων μελετώνται και συγκρίνονται με τα αντίστοιχα των θεάτρων σε άλλες περιοχές του ρωμαϊκού κόσμου, διευρύνοντας τις γνώσεις μας, όχι μόνο για την τέχνη, αλλά κυρίως για την πολιτική και κοινωνική ιδεολογία της περιόδου.

 

Σχεδιαστική αναπαράσταση της scaenae frons του θεάτρου της Νύσας (M. Kadıoğlu, Die scaenae frons des Theaters von Nysa am Mäander (Forschungen in Nysa am Mäander I), Ph. D., Freiburg, Taf. 9).

 

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η σκηνή του θεάτρου μετατρέπεται σε πολυτελές οικοδόμημα με ορόφους και η πρόσοψη (scaenae frons) γίνεται η επιφάνεια που δέχεται τον κύριο ανάγλυφο και ολόγλυφο διάκοσμο του θεάτρου. Βέβαια, ως γνωστόν, αγάλματα στήνονταν στα ελληνικά θέατρα ήδη από τον 4ο αιώνα π. Χ., πρακτική που συνεχίζεται στη θεατρική αρχιτεκτονική. Οι ρωμαϊκής έμπνευσης ζωφόροι κάτω από τις εντυπωσιακές κιονοστοιχίες της scaenae frons διαθέτουν τις κατάλληλες διαστάσεις για την απεικόνιση, για πρώτη φορά, αφηγηματικών σκηνών που αντλούν τη θεματολογία τους από το χώρο του μύθου και της τοπικής παράδοσης αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Η ερμηνεία των θεμάτων που επιλέγονται για να αναπαρασταθούν καταδεικνύει την επιθυμία των πόλεων για αυτοπροβολή μέσω του μύθου και της ιστορικής κληρονομιάς. Μέσα από την «οπτική ενσάρκωση» του μυθικού και του υπαρκτού – πολιτικού κόσμου, συμβολικά ενεργοποιούνται οι μύθοι που συνδέουν την εκάστοτε πόλη με το παρελθόν της και τελετουργικά εξασφαλίζεται η αρμονική ύπαρξη της πόλης μέσα στην Αυτοκρατορία. Στις αφηγηματικές παραστάσεις σε θέατρα της ρωμαϊκής περιόδου στο χώρο της Ανατολής δημοφιλείς είναι αυτές με σκηνές του Διονυσιακού κύκλου. Άλλωστε ο Διόνυσος και τα διονυσιακά θέματα συνδέονται με την ελληνική καταγωγή και τον πρωταρχικό χαρακτήρα του θεάτρου, ενώ η Μικρά Ασία είχε στενούς δεσμούς με το Διόνυσο και τους μύθους του, καθώς θεωρείτο ως τόπος γέννησης του Διονύσου. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που οι προσόψεις των σκηνικών κτηρίων των θεάτρων της Μικράς Ασίας (λ.χ. της Νύσας, της Πέργης, της Σίδης κλπ.), φιλοξενούν ανάγλυφα εμπνευσμένα από τον κόσμο του Διονύσου.

Το ανάγλυφο του Σάτυρου με το λαγοβόλο πρέπει με βεβαιότητα να ήταν μέρος ευρύτερης αφηγηματικής παράστασης με θέμα τον βίο του Διονύσου, κοσμώντας τη σκηνή του θεάτρου της αρχαίας Σμύρνης. Μια ιδέα για το πως ήταν η παράσταση αυτή, προσφέρει η παράσταση με το λουτρό του Διονύσου από τις Νύμφες στο θέατρο μιας άλλης αρχαίας ελληνικής πόλης, της Νύσας στον ποταμό Μαίανδρο, νοτιοανατολικά της Σμύρνης. Η ζωφόρος του θεάτρου της Νύσας (από την πρόσοψη του podium C του θεάτρου) είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στη νηπιακή ηλικία του Διονύσου και στη συνοδεία του θεού. Το λουτρό του Διονύσου καταλαμβάνει την κεντρική στενή πλάκα και ένα μέρος της δεξιάς. Στα δεξιά της κεντρικής σκηνής διακρίνονται ο Πάνας και μια Μαινάδα που χορεύουν. Η υπόλοιπη σκηνή συμπληρώνεται από γνώριμες μορφές του διονυσιακού «θιάσου». Από αριστερά βαδίζει ένας σάτυρος με λαγοβόλο περασμένο στον ώμο, ενώ μπροστά του βαδίζει ξανά ο Ερμής με το κηρύκειό του. Το δεξιό τμήμα του αναγλύφου κλείνει ένας ευτραφής παπποσειληνός που συνοδεύεται από πάνθηρα. Το λουτρό του νεογέννητου Διονύσου είναι χαρακτηριστικό θέμα της ρωμαϊκής τέχνης και επαναλαμβάνεται, για παράδειγμα, στο θέατρο της Πέργης, ελαφρά παραλλαγμένο.

Ανάγλυφες πλάκες από τη ζωφόρο της σκηνής του θεάτρου της Νύσας. α) Το λουτρό του Διονύσου (αριστερά) και β) Τμήμα του Διονυσιακού θιάσου (δεξιά). Στο αριστερό άκρο της παράστασης διακρίνεται Σάτυρος με λαγοβόλο (αριστερά) (φωτ. Ανδρέας Σπυρούλιας 2017).

 

Σχεδιαστική αποτύπωση του ανάγλυφου διακόσμου στη scaenae frons του θεάτρου της Νύσας (R. Lindner, Mythos und Identität. Studien zur Selbstdarstellung kleinasiatischer Städte in der römischen Kaiserzeit, Stuttgart, Taf. 8-9).

 

Αναμένεται να δούμε εάν η αρχαιολογική έρευνα στο θέατρο της Σμύρνης θα φέρει στο φως και άλλα τμήματα της ζωφόρου στην οποία ανήκε ο Σάτυρος, προφανώς από τη ζωή του Διονύσου, του θεού του θεάτρου. Αν η παράσταση του θεάτρου της Σμύρνης έχει το πρότυπό της σε εκείνη του θεάτρου της Νύσας, τότε μπορούμε να φανταστούμε τον Σάτυρο της Σμύρνης να είναι μέρος μιας χαρούμενης ακολουθίας του θεϊκού βρέφους – το Διονύσου – από μαινάδες και σατύρους, σκηνή εκτυλισσόμενη σε βραχώδες και δασωμένο τοπίο. Δίπλα και πίσω από τις μορφές των θεών θα απεικονίζονταν θεότητες των βουνών, τον ποταμών και των πηγών.

Αυτός ο τρόπος αφηγηματικής αναπαράστασης αποκαλύπτει την απώτερη επιδίωξη των Ελλήνων κατοίκων να προβληθεί γενικότερα η σπουδαιότητα των εδαφών της Μικράς Ασίας που με την ελληνική τους παράδοση και το μυθικό τους υπόβαθρο επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα εδάφη της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι φανερό ότι και στη μείζονος σημασίας ελληνική πόλη της Σμύρνης το μυθικό παρελθόν, όπως και άλλων ελληνικών πόλεων, αποτέλεσε το σκηνικό σπουδαίας σημασίας επεισοδίων που παραμένουν ζωντανά στη μνήμη των Ελλήνων της ρωμαϊκής εποχής. Τη μνήμη αυτή ενεργοποιούν τα ανάγλυφα της scaenae frons των θεάτρων της Μικράς Ασίας προβάλλοντας την ιστορική ταυτότητα μέσα από μυθικές καταβολές. Η διατήρηση της μνήμης λοιπόν, τόσο ζωτική για τον ίδιο το χαρακτήρα της πόλης και για τη θέση και την ύπαρξή της μέσα στην αχανή Αυτοκρατορία, είναι το ζητούμενο των μυθικών παραστάσεων στα ανάγλυφα της scaenae frons.

Κίνητρο των πόλεων για την δημιουργία των εντυπωσιακών αναγλύφων υπήρξε μεταξύ άλλων ο ανταγωνισμός και η επιδίωξη προτεραιότητας στην εύνοια του αυτοκράτορα, όπως και η αξίωση εισόδου στο ιδιαίτερο σύστημα αξιών της αυτοκρατορίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το δεύτερο/ τρίτο αιώνα μ.Χ., η απεικόνιση των μύθων στόχευε στο να δημιουργήσει ή να εντείνει τους υπάρχοντες δεσμούς μεταξύ των επαρχιών και της Ρώμης. Η εικόνα του μυθικού κόσμου λειτουργούσε σαν το υπόστρωμα για το νέο στοιχείο, το νέο σύστημα αξιών που απέρρεε από την κυριαρχία της αυτοκρατορίας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αγάλματα Σατύρων με λαγοβόλο έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, στο Κωρύκειο Άντρο του Παρνασσού, στο οποίο πρέπει να σημειωθεί έρχονταν προσκυνητές από όλο τον ελληνικό κόσμο, την Κεντρική Ελλάδα, την Εύβοια, την Αττική, την Πελοπόννησο, τα Ιόνια νησιά και τη Μικρά Ασία, στην Πάτρα (ακέφαλο αγαλματίδιο Σατύρου, καθήμενου σε βράχο, της Ρωμαϊκής περιόδου, που κρατά λαγοβόλο), και αλλού, και εσχάτως στη Θουρία της Μεσσηνίας.

Άλλο σημαντικό εύρημα στη Σμύρνη είναι η ανακάλυψη κτηριακών καταλοίπων Γυμνασίου και παρακείμενου λουτρού της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων τα κτήρια χρονολογούνται στον 2ο αι. μ.Χ., πιθανότατα την περίοδο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού.

 

Αρχαία Αγορά Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).

 

Αρχαία Αγορά Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).

 

Αρχαία Αγορά Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).

 

Επιμέλεια: Δημήτρης Γαρουφαλής, Αρχαιολόγος

  • Βιβλιογραφία
    Ανδρέας Σπυρούλιας, Ο ανάγλυφος αφηγηματικός διάκοσμος των θεάτρων της Ιεράπολης και της Νύσας στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Αρχαιολογικές προσεγγίσεις στη θεματολογία των αναγλύφων, Διπλωματική Εργασία, Πάτρα 2017.
  • Franco Montanari, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).

Προέλευση φωτογραφιών: Anadolu Agency | archaeologynewsnetwork.blogspot.com

Αρχαία Αγορά Σμύρνης (φωτ. Anadolu Agency).