Επιλογή Σελίδας

ΔΑΣΚΑΛΙΟ ΚΥΚΛΑΔΩΝ – Κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2018 πραγματοποιήθηκε η τέταρτη και τελευταία περίοδος έρευνας πεδίου στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Θαλάσσιοι δρόμοι Κέρου-Νάξου», το οποίο υλοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, υπό την αιγίδα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Το πρόγραμμα διευθύνουν ο καθηγητής Colin Renfrew, o Δρ Michael Boyd και η κα Ειρήνη Λεγάκη, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, ως Αναπληρώτρια Διευθύντρια.

Το τετραετές πρόγραμμα (2015-2018), αποτελεί συνέχεια των ανασκαφών που διεξήχθησαν από το 2006 έως το 2008 στη θέση Κάβος Δασκαλιού, στο δυτικό άκρο της Κέρου, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Colin Renfrew του Πανεπιστημίου του Cambridge και της Δρ Ο. Φιλανιώτου, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, και των ερευνών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του 1963 και 1967, υπό την διεύθυνση των καθηγητή Χρίστου Ντούμα και της Δρος Φωτεινής Ζαφειροπούλου αντίστοιχα. Κατά την έρευνα της θέσης είχαν εντοπιστεί μεγάλες ποσότητες θραυσμένων μαρμάρινων ειδωλίων και αγγείων, καθώς και ποσότητες κεραμικής, οι οποίες, όπως είχε ήδη φανεί στις έρευνες του 1987 και 1988 του Διαπανεπιστημιακού Προγράμματος των Πανεπιστημίων Αθηνών, Ιωαννίνων και Cambridge σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, είχαν τελετουργικά εναποτεθεί σε δύο «Ειδικούς Αποθέτες», σε χρονικό βάθος πεντακοσίων περίπου ετών (2750 -2240 π.Χ.), σηματοδοτώντας σύμφωνα με τον Καθηγητή Colin Renfrew το παλαιότερο θαλάσσιο ιερό στον κόσμο. Ορισμένα από τα γλυπτά είχαν αρχικό ύψος έως ένα μέτρο ενώ σύμφωνα με την ίδια ερμηνεία το υλικό είχε σκοπίμως σπάσει σε κομμάτια σε άλλα νησιά του κυκλαδικού αρχιπελάγους και στη συνέχεια είχε μεταφερθεί στον Κάβο για εναπόθεση με μια σειρά τελετουργικών δρώμενων.

 

Άποψη του Δασκαλιού από Βορρά (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

Στο πλαίσιο του πρόσφατου προγράμματος, που ολοκληρώθηκε το περασμένο φθινόπωρο, πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές έρευνες στο μικρό νησί του Δασκαλιού, που αρχικά συνδεόταν με μια στενή λωρίδα γης με την παρακείμενη θέση του Κάβου, και εντοπίστηκε ένας εξαιρετικά σημαντικός οικισμός, που σύμφωνα και με τη ραδιοχρονολόγηση, ήκμασε κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Οι έως τώρα ανασκαφές έφεραν στο φως σειρά εντυπωσιακών κλιμάκων, αποστραγγιστικών αγωγών και λιθόκτιστων κατασκευών που αποκαλύπτουν εξελιγμένη αστική αρχιτεκτονική άνευ προηγουμένου για τη συγκεκριμένη περίοδο.

 

Άποψη των Σκαμμάτων A και B από τα δυτικά (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

Τα φετινά ευρήματα εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τον οικισμό του Δασκαλιού. Απότομα μονοπάτια οδηγούσαν στην κορυφή του οικισμού, διασχίζοντας εκτενείς επίπεδες αναβαθμίδες, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί για να παρέχουν χώρους κατάλληλους για δόμηση. Η περίπλοκη, διασυνδεδεμένη και πολυεπίπεδη αρχιτεκτονική μαρτυρά την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου και καλοκτισμένου οικισμού, πάνω σε απότομο ακρωτήριο. Τα κτήρια στο Δασκαλιό ήταν κατά το πλείστον κτισμένα με καλής ποιότητας μάρμαρο από τη γειτονική Νάξο (περίπου 10 χλμ βορειότερα), καθώς η ίδια η Κέρος δεν διέθετε καλής ποιότητας μάρμαρο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Colin Renfrew, συν-διευθυντή της ανασκαφής, στο Δασκαλιό παρατηρείται σειρά εξελιγμένων αρχιτεκτονικών τεχνικών που χρησιμοποιούντο με έναν καλά προγραμματισμένο τρόπο, όπως αυτό μαρτυρείται από την ύπαρξη τεράστιων εισόδων, λίθινων κλιμάκων και ενός πολύπλοκου συστήματος αποστραγγιστικών αγωγών που καλύπτουν όλο το νησί. Σύμφωνα με αυτή την εικόνα, τα παραπάνω φαίνεται να υποδηλώνουν την ύπαρξη εξειδικευμένου αρχιτέκτονα καθώς και κεντρικού μηχανισμού σχεδιασμού και εκτέλεσης οικοδομικού προγράμματος, το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνο της Κνωσού κατά την ίδια περίοδο.

 

Συνένωση βαθμιδωτών διαδρόμων στο Σκάμμα A1 (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

Η εισαγωγή μαρμάρου από τη Νάξο είναι μόνο μια ένδειξη των ναυτικών ικανοτήτων των κατοίκων του Δασκαλιού. Επιπλέον, τα πολλά εργαλεία από οψιανό, ηφαιστειακό γυαλί εισηγμένο από τη Μήλο, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι νησιώτες ήταν δεινοί ναυτικοί. Επίσης, όλα τα  όστρακα κεραμικής τα οποία βρέθηκαν (101.313 στο σύνολο) ήταν εισηγμένα, υποδεικνύοντας την ύπαρξη τεράστιου θαλάσσιου δικτύου που εκτεινόταν όχι μόνο σε ολόκληρο το κυκλαδικό αρχιπέλαγος αλλά και πέραν αυτού. Αλλά ίσως το πιο αξιοσημείωτο από όλα τα εισηγμένα υλικά ήταν η πρώτη ύλη για κατεργασία μετάλλων. Μεταξύ των πιο σημαντικών ευρημάτων που βρέθηκαν φέτος είναι οι εγκαταστάσεις για τη χύτευση χάλκινων τεχνουργημάτων, όπως πελέκεις, σμίλες και περόνες, καθώς και αιχμές δοράτων και εγχειρίδια. Ίχνη σκωρίας, τα οποία βρέθηκαν σε όστρακα κεραμικής σε πολλές περιοχές της θέσης, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι μεταλλουργικές εργασίες εκτελούνταν σε πολλά σημεία του οικισμού. Ο Δρ Michael Boyd, συν-διευθυντής της ανασκαφής, σημειώνει ότι ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της θέσης αυτής ήταν το γεγονός ότι η μεταλλουργία φαίνεται να διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο καθ΄ όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού. Είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες δραστηριότητες στη θέση, η οποία παρατηρείται σε όλες τις περιοχές που ανεσκάφησαν. Μεταλλουργία σε τέτοια κλίμακα προϋποθέτει συνεχή προμήθεια πρώτων υλών από τις δυτικές Κυκλάδες ή από την Αττική, καθώς και κοινωνικές δομές που επιτρέπουν την εκμάθηση και διατήρηση των τεχνικών δεξιοτήτων. Αλλά το πιο σημαντικό ερώτημα, σύμφωνα με τον Δρ Boyd, είναι το πού κατέληγε το τελικό προϊόν και υπό αυτήν την έννοια θεωρεί πιθανόν ότι ο λόγος ύπαρξης των θαλάσσιων δικτύων, όπου το Δασκαλιό αποτελούσε κεντρικό σημείο, ήταν η ανταλλαγή μετάλλινων αντικειμένων, όπως λ.χ. τα εγχειρίδια.

 

Τεκμηρίωση στο Σκάμμα H (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

Η πλησιέστερη τοποθεσία, με σημαντική αγροτική δυναμική, είναι το Κάτω Κουφονήσι, το οποίο βρίσκεται περίπου 5 χλμ. βορειοδυτικά της Κέρου και αποτελούσε σταθμό στη διαδρομή προς το πολύ μεγαλύτερο και αγροτικά πλουσιότερο νησί της Νάξου. Κατά τη διάρκεια της φετινής ερευνητικής περιόδου (3 Σεπτεμβρίου-13 Οκτωβρίου) διεξήχθη επιφανειακή έρευνα στο Κάτω Κουφονήσι, υπό την διεύθυνση του Δρος Γεώργιου Γαβαλά (ΕΦΑΚυκλάδων) και των καθηγητών Jill Hilditch (Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ) και Joshua Wright (Πανεπιστήμιο του Aberdeen). Με βάση τις επιφανειακές ενδείξεις καθώς και την κεραμική, αναγνωρίζονται ίχνη κατοίκησης διαφόρων περιόδων. Μια θέση στο νότιο τμήμα του νησιού αποτελεί τον πλησιέστερο ως προς το Δασκαλιό οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, το Κάτω Κουφονήσι ήταν εξίσου σημαντικό για το Δασκαλιό, όσο ήταν και η ίδια η Κέρος.

Μετά τη ολοκλήρωση της επιφανειακής έρευνας, επαναλήφθηκε δοκιμαστική ανασκαφή στο πολύγωνο 4 της Κέρου, περίπου 300 μ. βόρεια του Κάβου Δασκαλιού, υπό τη διεύθυνση του Δρος Γεώργιου Γαβαλά. Η δοκιμαστική τομή, που είχε ξεκινήσει το 2017, επεκτάθηκε, προκειμένου να διερευνηθεί η σύνδεση τριών αδρών τοίχων αλλά και για να ολοκληρωθεί ο έλεγχος της μεθοδολογίας της επιφανειακής έρευνας που είχε πραγματοποιηθεί 2012-3 στα πολύγωνα 2 και 4, σε συνεργασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, υπό την διεύθυνση των Δρος Μ. Μαρθάρη, Αικατερίνης Δελλαπόρτα, του Καθ. Colin Renfrew και άλλων. Το υλικό που βρέθηκε κατά τη φετινή ανασκαφική έρευνα στο πολύγωνο 4 χρονολογήθηκε στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο ενώ έγινε λήψη δειγμάτων για χρονολόγηση με οπτικά διεγειρόμενη φωταύγεια (OSL).

 

Είσοδος στον οικισμό στο Σκάμμα H, με τα σκαλοπάτια να καλύπτουν τον αποστραγγιστικό αγωγό (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

Στην καρδιά του προγράμματος βρίσκεται η χρήση νέων τεχνολογιών, οι οποίες όχι μόνο προσφέρουν νέες κατευθύνσεις για την έρευνα αλλά παρέχουν και γρηγορότερα αποτελέσματα για τις διάφορες αναλύσεις. Σειρά περιβαλλοντικών μελετών, από την ταυτοποίηση καμένων σπόρων και ξυλάνθρακα μέχρι την ταυτοποίηση μικροσκοπικών φυτικών υπολειμμάτων (φυτόλιθων) καθώς και ιχνών ζωικών και φυτικών λιπιδίων και αμύλων σε όστρακα κεραμικής και λίθινα εργαλεία, οδηγεί σε νέα κατανόηση της αγροτικής οικονομίας και του περιβάλλοντος της περιοχής. Η Δρ Εύη Μαργαρίτη του Ινστιτούτου Κύπρου, επί κεφαλής ερευνήτρια για τα οργανικά κατάλοιπα στο Δασκαλιό και υποδιευθύντρια του προγράμματος, αναφέρει ότι η Κέρος από μόνη της δεν θα μπορούσε να συντηρήσει μια ευημερούσα θέση, όπως το Δασκαλιό. Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι πολλά από τα τρόφιμα προς τοπική κατανάλωση ήταν εισηγμένα. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας περιοχής αγροτικής παραγωγής που εκτεινόταν στα γειτονικά νησιά, γεγονός που αποτελεί περαιτέρω ένδειξη για τη θέση του Δασκαλιού στην κορυφή της οικιστικής ιεραρχίας στην ευρύτερη περιοχή.

 

Κεραμική εστία με διακόσμηση kerbschnitt στο Σκάμμα H (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

 

Ασκός από το Σκάμμα C (φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).

 

Κατά τη διάρκεια των φετινών ανασκαφών, το Ινστιτούτο Κύπρου συνδιοργάνωσε για τρίτη χρονιά σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Φοιτητές από την Ελλάδα, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετείχαν στην ανασκαφή. Το Ινστιτούτο Κύπρου συμμετείχε επίσης στην τρισδιάστατη αποτύπωση και ανακατασκευή της θέσης μέσω εικονικής πραγματικότητας.

Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, οι έρευνες στο Δασκαλιό φαίνεται να δίνουν απάντηση στο αίνιγμα που προκάλεσαν οι εκτενείς λαθρανασκαφές στον Κάβο της Κέρου πριν από το 1963, καθώς με τις πρώτες οργανωμένες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή, το θραυσμένο υλικό που ανακτήθηκε θεωρήθηκε έργο των λαθρανασκαφέων. Σήμερα, με την ολοκλήρωση της εμπεριστατωμένης εξέτασης του παραπλήσιου οικισμού του Δασκαλιού, η φύση του ιερού στον Κάβο της Κέρου γίνεται σαφέστερη. Μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη θέση αποτέλεσε σημαντικό περιφερειακό κέντρο για όλες τις Κυκλάδες.

Το πρόγραμμα τελεί υπό την αιγίδα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και διεξάγεται με άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την υποστήριξη του Διευθυντή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρη Αθανασούλη και υπό την επίβλεψη του αρμόδιου αρχαιολόγου για την περιοχή Στέφανου Κεραμίδα. Το πρόγραμμα τελεί υπό τη διεύθυνση των Colin Renfrew και Michael Boyd του McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge. Η Ειρήνη Λεγάκη (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) είναι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια. Υποδιευθυντές είναι οι Γιώργος Γαβαλάς (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), Εύη Μαργαρίτη, Jill Hilditch και Josh Wright. Η Ιωάννα Μουτάφη ήταν η Διευθύντρια πεδίου. Το έργο υποστηρίζεται από τους φορείς Institute for Aegean Prehistory, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Ινστιτούτο Κύπρου, McDonald Institute for Archaeological Research, Research Promotion Foundation, British Academy, Society of Antiquaries of London, Gerda Henkel Stiftung, National Geographic Society, Cosmote, Blue Star Lines και EZ-dot.

Πηγή: ΥΠΠΟΑ

 

Άποψη του Δασκαλιού από Βορρά κατά τη διάρκεια των ανασκαφών
(φωτ. ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ Κυκλάδων / Βρετανική Σχολή Αθηνών).