ΛΕΥΚΩΣΙΑ - Στις περιπτώσεις επαναπατρισμού κυπριακών αρχαιοτήτων και εστιάζοντας ιδιαίτερα στην «Υπόθεση Μονάχου», που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι 2024 και ήταν μια από τις πιο πολύπλοκες υποθέσεις κλοπής, παράνομης εξαγωγής, διακίνησης και εμπορίου αρχαιοτήτων και έργων τέχνης από το βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, με «πρωταγωνιστή» τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen (Αϊντίν Ντικμέν),αναφέρθηκε η αρχαιολόγος-ιστορικός Κατερίνα Χατζηστυλλή διευθύντρια του Ιδρύματος Universitas, πρώην ειδική εμπειρογνώμων στο Εφετείο Μονάχου και στο εγκληματολογικό τμήμα της Βαυαρικής Αστυνομίας. Σε διάλεξη της τη Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025 στον χώρο του Πολιτιστικού και Ερευνητικού Ιδρύματος ARTos στη Λευκωσία, η κυρία Χατζηστυλλή παρουσίασε συνοπτικά, τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν για την ταυτοποίηση των κλεμμένων αρχαιοτήτων και έργων τέχνης.
Περίγραψε επίσης την προσπάθεια εντοπισμού της ακριβούς προέλευσης τους από συγκεκριμένα μνημεία ή από ιστορικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές περιοχές, σε συνάρτηση με την προσπάθεια διερεύνησης και εντοπισμού των διασυνδέσεων του Αϊντίν Ντικμέν, με οργανωμένα δίκτυα εμπόρων τέχνης, οίκων δημοπρασιών, γκαλερί και συλλεκτών. Η ομιλήτρια τόνισε ότι «πρόκειται για μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που φαίνεται να εκτυλίχθηκε, άλλοτε με την ανοχή και άλλοτε με τη συνέργεια του κατοχικού στρατού και του κατοχικού καθεστώτος». Στην εκδήλωση, που συντόνισε ο ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Γιάννης Η. Ιωάννου, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Universitas, παρευρέθηκαν ο πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής επί της Ναοδομίας, των Μνημείων και της Χριστιανικής Τέχνης της Εκκλησίας της Κύπρου Επίσκοπος Νεαπόλεως Πορφύριος, ο πρώην διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Δρ Σοφοκλής Χατζησάββας, ο γενικός διευθυντής του Παγκοσμίου Βήματος Θρησκειών και Πολιτισμών της Μονής Κύκκου Δρ Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, ο πρώην δήμαρχος Κυθρέας Πέτρος Καρεκλάς, εκπρόσωποι κομμάτων και άλλοι.

(φωτ. www.philenews.com)
Η Κατερίνα Χατζηστυλλή υπενθύμισε στην ομιλία της ότι «η συμφωνία επαναπατρισμού των κυπριακών αρχαιοτήτων, υπογράφηκε στις 11 Ιουνίου 2024 και στις 20 Ιουνίου 2024 έφθασαν στην Κύπρο οι τελευταίες 60 περίπου αρχαιότητες της υπόθεσης Ντικμέν, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει στις 8 Απριλίου 2020». Πρόσθεσε ότι «η εξιχνίαση των υποθέσεων αυτών, καθώς και η κατάδοση του Ντικμέν από τον πρώην συνεργάτη του, Ολλανδό Μισέλ Βαν Ριν (Michel van Rijn), συνέδραμαν έτσι ώστε να οδηγηθεί η Ιντερπόλ και η Γερμανική Αστυνομία στα ίχνη του Ντικμέν, εξαρθρώνοντας ίσως το μεγαλύτερο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».

Η Κατερίνα Χατζηστυλλή και ο Γιάννης Ιωάννου στη διάλεξη της περασμένης Δευτέρας (φωτ. www.philenews.com).
Η αρχή του τέλους για την εγκληματική δράση του Αϊντίν Ντικμέν σε βάρος της κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς, ήταν, όπως είπε η κυρία Χατζηστυλλή, «η επιχείρηση κατάσχεσης αρχαιοτήτων που πραγματοποίησαν τον Οκτώβριο του 1997 η Ιντερπόλ, οι βαυαρικές αστυνομικές αρχές σε συνεργασία με τις αντίστοιχες κυπριακές, με την πρώην επίτιμη πρόξενο της Κύπρου Τασούλα Χατζηττοφή, με τον πρώην συνεργάτη του Ντικμέν, Ολλανδό Βαν Ριν και με την Εκκλησία της Κύπρου. Στη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, ανευρέθηκαν σε δύο διαμερίσματα που διατηρούσε ο Ντικμέν στο Μόναχο, ανάμεσα σε 3 χιλιάδες περίπου άλλες αρχαιότητες και έργα τέχνης και 256 κυπριακές αρχαιότητες, κρυμμένες ανάμεσα σε τοίχους και κάτω από τα πατώματα. Πρόκειται για έργα προερχόμενα από 50 περίπου μνημεία, τα πλείστα από τα οποία ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, αλλά και την Αρμενική, την Μαρωνιτική και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το κυπριακό κράτος και την ιδιωτική συλλογή Χριστάκη Χατζηπροδρόμου».
Όπως ανέφερε η κυρία Χατζηστυλλή, «η δράση του Ντικμέν σχετίζεται με τον αποτοιχισμό του τοιχογραφικού διακόσμου του τρούλλου και του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση (13ος αιώνας), καθώς και των εντοίχιων ψηφιδωτών από τον ναό της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη (6ος αιώνας). Ο Ντικμέν, φαίνεται να είχε διασυνδέσεις και συνεργάτες, τόσο από την Τουρκία και τα κατεχόμενα, όσο και από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζουν και τα υπόλοιπα ψηφιδωτά σπαράγματα του 6ου αιώνα από την Παναγία Κανακαριά, σπαράγματα τοιχογραφικού διακόσμου από τη μονή Παναγίας Αψινθιωτίσσης στο Συγχαρί (12ος αιώνας), τοιχογραφικά σπαράγματα από το ναό της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας στην Ακανθού (12ος αιώνας), τοιχογραφίες από το ναό της Αγίας Σολομονής στην Κώμα του Γιαλού (9ος αιώνας) και από το καθολικό της Μονής του Αντιφωνητή στην Καλογραία (τέλη 15ου – αρχές 16ου αιώνα). Ξεχωρίζουν επίσης και ένας μεγάλος αριθμός φορητών εικόνων, αναγόμενων χρονολογικά στη μεταβυζαντινή περίοδο (16ος έως 20ος αιώνας), βημόθυρα, ιστορημένα χειρόγραφα μεταβυζαντινής περιόδου, όπως και αρχαιολογικά ευρήματα προϊστορικής περιόδου». Σύμφωνα με την κυρία Χατζηστυλλή, τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, περιλάμβαναν τα αρχεία του Ντικμέν, φωτογραφίες και σκίτσα για τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, μαρτυρίες και εκθέσεις για τη διαδικασία αφαίρεσής τους και αντίγραφα ψηφιδωτών και χρησίμευσαν ως αποδείξεις της παράνομης δραστηριότητας του Ντικμέν και των συνεργατών του, καθώς και της προέλευσης των κλαπέντων».

Αρχαιότητες προϊστορικής περιόδου στο Κυπριακό Μουσείο μετά τον επαναπατρισμό τους απο το Μόναχο (φωτ. www.philenews.com).
Μια σκληρή και μακρά νομική διαμάχη…
Σε σχέση με τη μακρά δικαστική διαδικασία της υπόθεσης, η ομιλήτρια ανέφερε ότι «ο Ντικμέν συνελήφθη και προφυλακίστηκε για περίπου ένα έτος, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, λόγω παραγραφής των αδικημάτων του, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία. Μετά την αποφυλάκισή του -πρόσθεσε – προσέφυγε στο δικαστήριο του Μονάχου, απαιτώντας την επιστροφή των αρχαιοτήτων που ισχυρίστηκε ότι είχε αγοράσει. Τον Νοέμβριο του 1997, το ψευδοκράτος υπέβαλε αίτημα στην Ιντερπόλ για την επιστροφή τους, αλλά οι Γερμανικές Αρχές δεν απάντησαν.
Το 2004, το Γερμανικό δικαστήριο εκδικάζοντας την υπόθεση, αποφάνθηκε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν ήταν επαρκή. Ενώ το δικαστήριο πείσθηκε για την κυπριακή προέλευση 169 συνολικά αντικειμένων, ο επαναπατρισμός τους δεν κατέστη δυνατός, λόγω της δυσχέρειας εύρεσης ανάλογων αποδεικτικών στοιχείων και για τις υπόλοιπες αρχαιότητες. Εν όψει του κινδύνου παραγραφής της απαίτησης, το 2004 αποφασίσθηκε από τους αρμόδιους φορείς της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως καταχωρηθεί αστική αγωγή κατά του Ντικμέν.

Ο Τούρκος αρχαιοκάπηλος Αϊντάν Ντικμέν (φωτ. www.philenews.com).
13 χρόνια κράτησε η νομική διαμάχη
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2010, το Επαρχιακό Δικαστήριο Μονάχου ύστερα από 13χρονη νομική διαμάχη, αποφάσισε την απόδοση για επαναπατρισμό, του συνόλου των διεκδικούμενων αρχαιοτήτων. Ωστόσο δύο μήνες αργότερα, ο Ντικμέν εφεσίβαλε την απόφαση. Ακολούθησε εκδίκαση της έφεσης και στις 18 Μαρτίου 2013, απόφαση του Εφετείου Μονάχου δικαίωσε μερικώς την Κύπρο, με τον επαναπατρισμό 173 από τις συνολικά 256 αρχαιότητες. Περιέλαβε σπαράγματα ψηφιδωτού διακόσμου του 6ου αιώνα, τοιχογραφιών του 12ου, 14ου, 15ου αιώνα, μεταβυζαντινής περιόδου φορητές εικόνες, καθώς και ιστορημένα χειρόγραφα. Για τις υπόλοιπες αρχαιότητες, το Εφετείο ζήτησε συμπληρωματική διερεύνηση. Με βάση την τεκμηρίωση που υποβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2014, αποφάσισε τον επαναπατρισμό 34 αρχαιοτήτων τον Μάρτιο του 2015. Τα υπόλοιπα 49 αντικείμενα δόθηκαν στον Ντικμέν, με την αιτιολογία της μη επαρκούς τεκμηρίωσης της κυπριακής προέλευσής τους. Αυτή η αιτιολογία, δυσαρέστησε τους δύο εμπειρογνώμονες, τον Καθηγητή Johannes Deckers και την υποφαινόμενη, καθώς είχαμε πραγματοποιήσει ενδελεχή μελέτη των αρχαιοτήτων. Η Κυπριακή Δημοκρατία ζήτησε τη δέσμευση των 34 κυπριακών αρχαιοτήτων και την παράδοσή τους, για να καλύψει το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ που οφειλόταν από τον Ντικμέν, ως αποτέλεσμα χρηματικών ποινών που του επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Μονάχου κατά τη διάρκεια της δίκης».
Η καταπάτηση των ευρωπαϊκών αξιών από τον τουρκικό στρατό κατοχής
«Ο Ντικμέν φαίνεται όντως να ήταν το πρόσωπο με τις μεγαλύτερες διασυνδέσεις και συνεργάτες, τόσο από την Τουρκία και τα κατεχόμενα, όσο και από την Ευρώπη (Λονδίνο, Ζυρίχη, Μόναχο) και τις ΗΠΑ (Νέα Υόρκη), είπε η κυρία Χατζηστυλλή και πρόσθεσε: «Αυτός είχε εμπλακεί στις μεγαλύτερες υποθέσεις κλοπής, παράνομης διακίνησης και εμπορίας κυπριακών αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, στηριζόμενος σε καλά οργανωμένα διεθνή δίκτυα εμπόρων τέχνης, οίκων δημοπρασιών, γκαλερί, καθώς και συλλεκτών που μπορεί να γνώριζαν ή και να αγνοούσαν, την παράνομη προέλευση των αντικειμένων.
Παράλληλα εμπλέκονταν διάφοροι μεσάζοντες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία των Κυπριακών Αρχών να ελέγξουν τις κατεχόμενες περιοχές. Στην Υπόθεση Μονάχου, αριθμός αρχαιοτήτων είχε υποστεί αλλοιώσεις (επιζωγραφίσεις κ.ά.) ώστε να είναι δυσκολότερη η ταυτοποίησή τους από τις Κυπριακές Αρχές, ή τους διεθνείς οργανισμούς προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κάποιες αρχαιότητες διακινήθηκαν μέσω πλαστών πιστοποιητικών προέλευσης, γεγονός που κατέστησε δύσκολο τον επαναπατρισμό τους. Φαίνεται ότι οι ηθικοί αυτουργοί, ήταν άτομα με γνώση του αντικειμένου, οι οποίοι πιθανόν επισκέφθηκαν το νησί, μελέτησαν τα μνημεία, κατέγραψαν τις αρχαιότητες ήδη από το 1975 και ακολούθως έδωσαν εντολές στον Ντικμέν για αποτοιχισμό τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, καθώς και κλοπή λοιπών αρχαιοτήτων. Έχουμε ιχνηλατήσει ονόματα ατόμων ολλανδικής καταγωγής (ανάμεσα τους ο Βαν Ριν), κάποιων Ελλήνων (ανάμεσα τους ο Γιάννης Πετσόπουλος), κάποιων Αρμενίων που διαβιούσαν στο Λονδίνο και άλλων, οι οποίοι διοχέτευαν τις αρχαιότητες στη μαύρη αγορά.

Αρχαιότητες Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής περιόδου που επαναπατρίσθηκαν από το Μόναχο τον Ιούνιο 2024 (φωτ. www.philenews.com).
Ο Ντικμέν φαίνεται να συνδέεται κυρίως με τον αποτοιχισμό τοιχογραφικών και ψηφιδωτών σπαραγμάτων, την κλοπή αρχαιοτήτων και τη διενέργεια λαθρανασκαφών σε αρχαιολογικές θέσεις. Τα ζητήματα αρχαιοκαπηλίας, λαμβάνουν για ακόμη μια φορά διεθνείς διαστάσεις, με τις κυπριακές αρχαιότητες να καταλήγουν σε δεκάδες χώρες, προκαλώντας την παρέμβαση των αρχών.
Η Κύπρος είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, από την οποία έχει κλαπεί τόσο μεγάλος αριθμός έργων τέχνης. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες της UNESCO, μέσω της υπογραφής διεθνών συνθηκών, συμβάσεων και πρωτοκόλλων, η αντιμετώπιση του φαινομένου συναντά σοβαρά εμπόδια, κυρίως λόγω της άρνησης του τουρκικού στρατού να συμμορφωθεί με τις διεθνείς υποχρεώσεις του. Η ακώλυτη άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων, η τήρηση των αρχών του δικαίου, καθώς και ο σεβασμός και η προστασία των ιστορικών μνημείων, αποτελούν θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τις αξίες αυτές, αξιώνουν αμφότερες οι κοινότητες του νησιού, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή, από τον τουρκικό κατοχικό στρατό. Η ανάγκη για προστασία των αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, όπως και για αναστήλωση των μνημείων, είναι σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ. Δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι οι προσπάθειες για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού θα συνεχιστούν, πάντα σε στενή συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή για την Πάταξη της Σύλησης και της Παράνομης Διακίνησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Οι προσπάθειες αυτές θα εντατικοποιηθούν για εντοπισμό, διεκδίκηση και επαναπατρισμό κυπριακών αρχαιοτήτων που έχουν εξαχθεί παράνομα, για έλεγχο των εισαγωγών πολιτιστικών αντικειμένων και για ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων».
Μάριος Δημητρίου
Εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος (www.philenews.com), Κύπρος, 2/3/2025.
Θερμές ευχαριστίες προς www.philenews.com για την ευγενική παραχώρηση και άδεια αναδημοσίευσης του άρθρου του Μάριου Δημητρίου, στο Περιοδικό Θέματα Αρχαιολογίας.
(φωτ. www.philenews.com)