ΚΟΥΡΙΟΝ, ΚΥΠΡΟΣ - Σημαντικά αποτελέσματα είχαν οι έρευνες που διεξάγονται στο πλαίσιο του προγράμματος «Kourion Urban Space Project» (KUSP), στον Αρχαιολογικό Χώρο του Κουρίου (Επαρχία Λεμεσού) υπό τη διεύθυνση του Δρος Thomas W. Davis από το Tandy Institute of Archaeology, Southwestern Baptist Theological Seminary, Fort Worth Texas, ΗΠΑ, ο οποίος διετέλεσε και Διευθυντής του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κυπριακών Αρχαιολογικών Ερευνών (CAARI) από το 2003 μέχρι το 2011.
Οι συνεργάτες του KUSP περιλαμβάνουν το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αυστραλίας, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Western Sovereign Base Area Archaeology Society. Συμμετείχαν φοιτητές και εθελοντές από τους πιο πάνω οργανισμούς καθώς και από το University of Cincinnati (ΗΠΑ), Stanford University (ΗΠΑ), και Πανεπιστήμιο Κύπρου. Συμμετείχαν επίσης και πέραν των 20 ντόπιων εθελοντών, τόσο στην ανασκαφή όσο και στην επεξεργασία του υλικού.
Από το 2013, το Kourion Urban Space Project (KUSP) εστιάζει τις έρευνές του στα ερείπια ενός μεγάλου κτηρίου (Κτήριο 4) αμέσως δυτικά της Οικίας του Σεισμού, στην ακρόπολη του Κουρίου. Οι έρευνες αυτές αποτελούν μέρος των γενικότερων ερευνών στον αρχαιολογικό χώρο Κουρίου. Η ανασκαφή έχει φέρει στο φως μέχρι σήμερα πιθανότατα τους δυτικούς και ανατολικούς εξωτερικούς τοίχους του κτηρίου, και αρκετούς τοίχους που χωρίζουν το κτήριο εσωτερικά. Η ομάδα του Kourion Urban Space Project έχει εντοπίσει τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά εσωτερικά δωμάτια, μια πιθανή στεγασμένη αυλή, και ένα εξωτερικό χώρο που περιλαμβάνει πρόσβαση σε πηγάδια που θα περιείχαν νερό. Η φετινή ανασκαφική περίοδος αποκάλυψε ότι το Κτήριο 4 θα είχε μια μοναδική διάρκεια ζωής και δεν φαίνεται να επαναχρησιμοποιήθηκε μετά την καταστροφή του. Το κτήριο κατασκευάστηκε, επεκτάθηκε και διαχωρίστηκε εσωτερικά, στη συνέχεια καταστράφηκε, λεηλατήθηκε και τέλος καταχώθηκε με τον καιρό, μέχρι την έναρξη των αρχαιολογικών ερευνών στο σημείο πριν πέντε χρόνια.
Αν και η ακριβής χρονολόγηση του Κτηρίου 4 παραμένει προβληματική, οι ανασκαφείς πιστεύουν ότι θα είχε ανεγερθεί πριν το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. Το γεγονός ότι μερικοί από τους τοίχους ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλους ορθογωνισμένους ασβεστόλιθους ενώ άλλοι από μη επεξεργασμένους μικρότερους λίθους, υποδεικνύει ότι το κτήριο αυτό θα είχε επιδιορθωθεί ή και επεκταθεί κατά τη διάρκεια της χρήσης του. Όπως και η Οικία του Σεισμού, το Κτήριο 4 θα είχε καταστραφεί στις σεισμικές δονήσεις που ισοπέδωσαν το Κούριο κατά το τελευταίο μισό του 4ου αιώνα. Οι τοίχοι που αποτελούνταν από ακανόνιστους λίθους κατέρρευσαν ενώ οι μεγάλοι ορθογωνισμένοι λίθοι έσπασαν ή μετακινήθηκαν από τη θέση τους. Στο χώρο της εσωτερικής στεγασμένης αυλής, μεγάλοι λίθοι από τους οποίους κάποιοι έφεραν χαραγμένη διακόσμηση από φύλλα άκανθας, κατέρρευσαν από τους τοίχους προκαλώντας την κατάρρευση της οροφής και αφήνοντας ένα στρώμα από κεραμίδια πάνω από τα ερείπια. Μετά το σεισμό, το Κτήριο 4 φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε. Άμμος από την παραλία σταδιακά γέμισε τα κενά ανάμεσα από τα ερείπια, επιταχύνοντας την κατάχωση του. Επίσης, το κτήριο καλύφθηκε στη συνέχεια από αποθέσεις μπάζων και σπασμένης κεραμικής, ενώ μέρος των μεγάλων ορθογωνισμένων λίθων του απομακρύνθηκαν για να επαναχρησιμοποιηθούν στην ανοικοδόμηση ή επιδιόρθωση άλλων κτηρίων.
Τα αποτελέσματα της ανασκαφής στο Κτήριο 4 φανερώνουν πολλές πτυχές των ανθρώπων που έζησαν στο κτήριο αυτό. Σε αρκετά δωμάτια, οι κάτοικοι είχαν εισάξει μάρμαρο και ασβεστίτη για να διακοσμήσουν τα πατώματα και τα κατώτερα τμήματα των τοίχων. Είχαν στολίσει τα ανώτερα τμήματα των τοίχων με τοιχογραφίες σε κόκκινο, τιρκουάζ, μαύρο και κίτρινο χρώμα. Οι κάτοικοι επίσης εισήγαγαν πολύτιμα αντικείμενα, όπως τη μεγάλη γυάλινη φιάλη (πιάτο) κατασκευασμένη από ράβδους γυαλιού λιωμένους πάνω σε σκούρα πράσινη βάση, από την Όαση Χάργκα της Αιγύπτου, ή ο μεγάλος αποθηκευτικός αιγυπτιακός αμφορέας που εντοπίστηκε σε άλλο δωμάτιο και θα εισήχθη για το περιεχόμενό του. Κατά τη διάρκεια της φετινής ανασκαφικής περιόδου, εντοπίστηκαν επίσης τεμάχια από εισηγμένα μαρμάρινα αγάλματα ανθρώπινων και ζωικών μορφών.
Πηγή: Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου